Μερικά χρόνια αργότερα και αφού αφέθηκε ελεύθερος επιστρέφει στο μέρος όπου έθαψε τα λάφυρά του ανακαλύπτοντας με έκπληξη, ότι έχει γίνει ο βωμός ενός άγνωστου αγίου κι ενός ακμάζοντος μικρού χωριού που χτίστηκε γύρω του.
Η ιστορία τρέχει παράλληλα σε τρία ταμπλό, το βασικό της προσπάθειας του ληστή να ξεθάψει τα κλοπιμαία, το οποίο λειτουργεί σωστά ως σκαλοπάτι αλλά όσο περνάει η ώρα τόσο χάνει έδαφος λόγω στασιμότητας.
Τα άλλα δύο είναι πρακτικά άσχετα με το βασικό, με το ένα να μας συστήνει τον νεαρό γοητευτικό γιατρό που εν λόγω χωριού και τα ευτράπελα που έχει να αντιμετωπίσει με τις γυναίκες που συρρέουν για να τον δουν, και το άλλο με έναν καημένο πατέρα και γιο, ντόπιους της περιοχής από πριν πλακώσει όλος αυτός ο συρφετός, που περιμένουν να βρέξει, κατηγορώντας τον «άγιο» για τη ξηρασία.