That's Entertainment!!!
του Θόδωρου Γιαχουστίδη (@PAOK1969)
Μαριχουάνα... στοπ;
Αυτή είναι η 11η μεγάλου μήκους ταινία μυθοπλασίας που σκηνοθετεί ο γεννημένος στις 10 Σεπτεμβρίου του 1968 στο Χάτφιλντ του Χέρτφορτσάιρ, Βρετανός Guy Ritchie. Θυμίζουμε τις 10 προηγούμενες: «Δυο καπνισμένες κάνες» (Lock, Stock and Two Smoking Barrels, 1998), «Η αρπαχτή» (Snatch, 2000), «Η κυρία και ο ναύτης» (Swept Away, 2002), «Revolver» (2005), «RocknRolla» (2008), Σέρλοκ Χολμς (Sherlock Holmes, 2009), Σέρλοκ Χολμς 2: Το παιχνίδι των σκιών (Sherlock Holmes: A Game of Shadows, 2011), Κωδικό όνομα U.N.C.L.E. (The Man from U.N.C.L.E., 2015), Βασιλιάς Αρθούρος: Ο θρύλος του σπαθιού (King Arthur: Legend of the Sword, 2017) και Αλαντίν (Aladdin, 2019).
Ο Ritchie είχε αρχίσει να αναπτύσσει την ιδέα για την συγκεκριμένη ταινία σχεδόν μια δεκαετία πριν. Μαζί με τον συνσεναριογράφο της ταινίας Ivan Atkinson σκέφτονταν να κάνουν την αρχική ιδέα τηλεοπτική σειρά αλλά σύντομα το project άλλαξε κατεύθυνση κι έτσι προέκυψε το «The Gentlemen». Ο αρχικός τίτλος της ταινίας ήταν «Toff Guys», φράση της βρετανικής αργκό που αναφέρεται σε άτομα με αριστοκρατική καταγωγή που αποπνέουν ένα αέρα υπεροχής, ο τίτλος προσομοιάζει όμως ηχητικά και με το «Tough Guys». Η επόμενη ταινία του Guy Ritchie βρίσκεται στο post production, αποτελεί ελεύθερο ριμέικ της γαλλικής ταινίας «Le convoyeur», έχει τον τίτλο «Cash Truck» και πρωταγωνιστούν σε αυτήν οι Jason Statham, Josh Hartnett και Scott Eastwood!
Η υπόθεση: Μίκι Πίρσον. Σε πλήρη αντιστροφή του τραγουδιού του Sting, ο Μίκι είναι ένας American Man in London. Σπουδαγμένος στην Οξφόρδη, γρήγορα αντιλαμβάνεται πως, με τον σταυρό στο χέρι, φράγκα δεν βγαίνουν. Έτσι, ξεκινάει το προσοδοφόρο επάγγελμα του εμπόρου ναρκωτικών ήδη από τα φοιτητικά του χρόνια. Όχι όμως των σκληρών, εκείνων που προκαλούν εθισμό και θάνατο: μαριχουάνα εμπορεύεται. Και την παράγει μάλιστα σε... φάρμες σπαρμένες σε μυστικές τοποθεσίες ανά την επικράτεια. Έχει και μια επιχείρηση – βιτρίνα στην οποία εργάζεται η όμορφη και δυναμική σύζυγός του, η Ρόζαλιντ. Μέλος της high society, αναγνωρισμένος gentleman, κάποια στιγμή αποφασίζει πως έφτασε το πλήρωμα του χρόνου να αποσυρθεί. Κι είναι έτοιμος να πουλήσει την επιχείρησή του.
Ενδιαφέρον δείχνουν ένας Αμερικανός λεφτάς άρχοντας του υποκόσμου, ο Μάθιου, κι ένας ανερχόμενος βαρόνος του εγκλήματος, που κυκλοφορεί με το παρατσούκλι Ξηρόφθαλμος. Η απόσυρση του «βασιλιά» πυροδοτεί μια σειρά από συνομωσίες, σχέδια και απόπειρες από όλους εκείνους που επιβουλεύονταν την θέση του και που πλέον θεωρούν πως έχουν την ευκαιρία να αρπάξουν την περιουσία του. Ανάμεσα σε αυτούς που διεκδικούν μερίδιο είναι κι ένας ιδιωτικός ντετέκτιβ, ο Φλέτσερ, ο οποίος δουλεύει για μια μικρή εφημερίδα και διαθέτει στοιχεία να εκβιάσει τον Μίκι μέσω του πιο στενού του συνεργάτη, του Ρέι. Ή έτσι νομίζει...
Η άποψή μας: Ένας άντρας μπαίνει σε ένα μπαρ. Μία παμπ καλύτερα. Παραγγέλνει μπύρα. Βάζει στο τζουκ μποξ ένα τραγούδι: είναι το «Cumberland Gap» του David Rawlings (δεν το είχα ξανακούσει - και είναι κομματάρα). Κάθεται να πιει την μπύρα. Ακούγεται ένας πυροβολισμός: μια δολοφονία λαμβάνει χώρα εκτός κάδρου. Κλόουζ απ στην μπύρα. Πιτσιλιέται με αίματα. Κι αυτοί κυρίες και κύριοι είναι η αρχή της νέας ταινίας του Guy Ritchie... Κατευθείαν, σου έχει κάνει hook. Έβαλε ο μάγκας το σκουλήκι στο αγκίστρι, το έριξε στη θάλασσα κι εσύ ως ψάρακλας, πας και τσιμπάς. Το βασικό όμως είναι πως το απολαμβάνεις. Δεν μου αρέσει να καταφέρομαι εναντίον συναδέλφων κριτικών, αλλά εδώ θα κάνω μία εξαίρεση. Ναι, ο Guy Ritchie, 9 στις 10 φορές γυρίζει την ίδια ταινία.
Κατ' αναλογία με τα γνωστά memes που κυκλοφορούν στα social media, όταν το λαϊκό παιδί (ο Guy Ritchie στην περίπτωσή μας) γυρίζει ταινία όπου χρησιμοποιεί μία κάμερα, ένα όπλο και μια γυναίκα (του είναι αρκετά) και κάνει ευφορικό, διασκεδαστικό, απενοχοποιημένο σινεμά, το οποίο συνδυάζει ακαταμάχητα τη βία με το χιούμορ, μερικοί συνάδελφοι αντιδρούν με «ω μάι γκαντ, μεγάλωσε βρε Γκάι, πάλι μία από τα ίδια, έλεος κάπου». Όταν όμως ο κλαρινογαμπρός εκ βορείων προαστίων, ο σοφιστικέ, ο σπουδαγμένος σε Οξφόρδες και Κέιμπρίτζια (στην περίπτωσή μας πχ ο Σουηδός Roy Andersson, μιας που είδαμε πρόσφατα ταινία του και βολεύει) γυρίζει μία από τα ίδια, οι ίδιοι συνάδελφοι αντιδρούν με «ω μάι γκαντ, τι θεϊκά πλάνα, τι σοφιστικέ καλλιτεχνική διεύθυνση, τι έμπνευση». Κάρχιες!
Και με αστεράκια δεν μου αρέσει να ασχολούμαι – μια σύμβαση είναι (από την άλλη, μιας που την ακολουθώ κι εγώ τη σύμβαση, μου αρέσει και τα σκορπάω απλόχερα) αλλά σε ποιον κόσμο, σε ποιο σύμπαν, σε ποιο universe το «Cosmic Candy» μπορεί να παίρνει περισσότερα αστεράκια από το «Gentlemen»; Ναι, ο Guy Ritchie επαναλαμβάνεται, αλλά... όχι ακριβώς. Είναι αυτό που έγραφα πρόσφατα ως αρνητικό στην ταινία «About Endlessness» του Roy: ο Ritchie βρίσκει τρόπο να ανανεώνεται, να εμπλουτίζει το φιλμ του με νέα κόλπα, με νέες ιδέες, με καινούργια ρίσκα. Εδώ, ας πούμε, παίζει με την αφήγηση, με τον τρόπο που αφηγείται την ιστορία, εντέλει με το ίδιο το σινεμά! Βάζει σε ρόλο – κλειδί τον Hugh Grant, που δεν θα τον δείτε ποτέ πιο γλοιώδη και σε κόντρα ρόλο – είναι απολαυστικότατος.
Γενικώς (άλλο ένα από τα χαρακτηριστικά του Ritchie, που δεν τα βαριέσαι) μας παρουσιάζει μερικούς πάρα πολύ ενδιαφέροντες χαρακτήρες μέσω της ταινίας του. Αξιαγάπητους παρά (ή ίσως εξαιτίας) της καφρίλας τους. Ο Κόουτς πχ του Colin Farrell είναι απλά θεούλης!!! Πσυχούλα! Βοηθάει παιδιά φτωχικών καταβολών να μην μπλέξουν. Εντάξει, μπλέκουν, αλλά ο άτιμος έχει έναν ολοδικό του κώδικα ηθικής, που εννοείται πως είναι κλάσεις ανώτερος από τον καθεστηκυίο. Γενικά, ο Ritchie στέκεται πολύ εδώ: έχει σημασία στον σύγχρονο κόσμο να υπάρχει αυτό που λέμε μπέσα, κιμπαριλίκι, αρχοντιά. Μεταξύ κατεργαρέων, ειλικρίνεια, σωστά; Φτιάχνει λοιπόν ένα σύμπαν ο δικός σου και σε αρπάζει μέσα από την αρχή. Και γουστάρεις. Γουστάρεις τις μουσικές, γουστάρεις τη φευγάτη αύρα, γουστάρεις το (ναι) βιντεοκλιπίστικο στυλ, γουστάρεις το ψάξιμο, γουστάρεις το χιούμορ, γουστάρεις τις αναφορές.
Χωρίς να έχω δει από τη φιλμογραφία του μόνο το «Αλαντίν» (το οποίο «έσκισαν» οι πάντες, η αλήθεια είναι) και προσπαθώντας να ξεχάσω την μέγιστη μαλακία που γύρισε όντας ερωτευμένος με τη Madonna, το vanity project - ριμέικ της ταινίας «Η κυρία και ο ναύτης» της Βερτμίλερ, το εντελώς αχρείαστο και άθλιο «Swept Away», οφείλω να ομολογήσω πως... γουστάρω τρελά τούτον τον Tarantino των φτωχών! Από το πρώτο πλάνο ως το τελευταίο, τα πάντα στην ταινία είναι στην υπηρεσία του θεατή. Ρυθμός, απίστευτα γαμάτο σάουντρακ, τρομερές σκηνές που απορείς πώς τις γύρισε ο τύπος (όπως η σύγκρουση αμαξιού με φορτηγό - θα με θυμηθείτε όταν τη δείτε) άλλες που σε κάνουν να σκας στα γέλια παρά το μακάβριον του πράγματος (θυμηθείτε: γραμμές τρένων!) και φατσάρες να υποδύονται low life αριστουργήματα.
Πέρα από τις άμεσες και τις έμμεσες κινηματογραφικές αναφορές (από την «Συνομιλία» μέχρι το «Βρόμικο σαββατοκύριακο» και από τον Γουάινσταϊν μέχρι το δικό του «Κωδικό όνομα U.N.C.L.E.») αλλά και τηλεοπτικές σειρές - φαινόμενα (το «Black Mirror» έρχεται στο νου στην ιστορία που περιλαμβάνει ένα... γουρούνι!) η ίδια η ταινία παίζει με την κινηματογραφική αφήγηση, με το πραγματικό και το φαντασιακό, με τη μυθοπλασία και τον ρεαλισμό. Απολαυστικό φιλμ. Από αυτά που δεν χάνονται από όσους ψάχνουν με το κιάλι πια απενοχοποιημένη κινηματογραφική απόλαυση! Και ναι, δεν μπαίνει τυχαία το υπέροχο «That’s entertainment» των Jam στο φινάλε: αυτό, ναι, είναι διασκέδαση! Μπορεί να μην είναι «μεγάλη τέχνη», αλλά βγαίνεις από την ταινία χορτασμένος.
ΥΓ: Διάβασα μερικές κριτικές από το εξωτερικό για την ταινία και έφριξα! Ήμαρτον με την πολιτική ορθότητα, έχει καταντήσει πολιορκητικός κριός του νεοσυντηρητισμού. Κατηγορούν τον Ritchie για ρατσισμό! Κι εκεί επικεντρώνεται όλη τους η αντιπαλότητα κατά της ταινίας. Κομπλεξάρες «άριστοι», ου να μου χαθείτε!
movies.ltd.gr
του Θόδωρου Γιαχουστίδη (@PAOK1969)
Μαριχουάνα... στοπ;
Αυτή είναι η 11η μεγάλου μήκους ταινία μυθοπλασίας που σκηνοθετεί ο γεννημένος στις 10 Σεπτεμβρίου του 1968 στο Χάτφιλντ του Χέρτφορτσάιρ, Βρετανός Guy Ritchie. Θυμίζουμε τις 10 προηγούμενες: «Δυο καπνισμένες κάνες» (Lock, Stock and Two Smoking Barrels, 1998), «Η αρπαχτή» (Snatch, 2000), «Η κυρία και ο ναύτης» (Swept Away, 2002), «Revolver» (2005), «RocknRolla» (2008), Σέρλοκ Χολμς (Sherlock Holmes, 2009), Σέρλοκ Χολμς 2: Το παιχνίδι των σκιών (Sherlock Holmes: A Game of Shadows, 2011), Κωδικό όνομα U.N.C.L.E. (The Man from U.N.C.L.E., 2015), Βασιλιάς Αρθούρος: Ο θρύλος του σπαθιού (King Arthur: Legend of the Sword, 2017) και Αλαντίν (Aladdin, 2019).
Ο Ritchie είχε αρχίσει να αναπτύσσει την ιδέα για την συγκεκριμένη ταινία σχεδόν μια δεκαετία πριν. Μαζί με τον συνσεναριογράφο της ταινίας Ivan Atkinson σκέφτονταν να κάνουν την αρχική ιδέα τηλεοπτική σειρά αλλά σύντομα το project άλλαξε κατεύθυνση κι έτσι προέκυψε το «The Gentlemen». Ο αρχικός τίτλος της ταινίας ήταν «Toff Guys», φράση της βρετανικής αργκό που αναφέρεται σε άτομα με αριστοκρατική καταγωγή που αποπνέουν ένα αέρα υπεροχής, ο τίτλος προσομοιάζει όμως ηχητικά και με το «Tough Guys». Η επόμενη ταινία του Guy Ritchie βρίσκεται στο post production, αποτελεί ελεύθερο ριμέικ της γαλλικής ταινίας «Le convoyeur», έχει τον τίτλο «Cash Truck» και πρωταγωνιστούν σε αυτήν οι Jason Statham, Josh Hartnett και Scott Eastwood!
Η υπόθεση: Μίκι Πίρσον. Σε πλήρη αντιστροφή του τραγουδιού του Sting, ο Μίκι είναι ένας American Man in London. Σπουδαγμένος στην Οξφόρδη, γρήγορα αντιλαμβάνεται πως, με τον σταυρό στο χέρι, φράγκα δεν βγαίνουν. Έτσι, ξεκινάει το προσοδοφόρο επάγγελμα του εμπόρου ναρκωτικών ήδη από τα φοιτητικά του χρόνια. Όχι όμως των σκληρών, εκείνων που προκαλούν εθισμό και θάνατο: μαριχουάνα εμπορεύεται. Και την παράγει μάλιστα σε... φάρμες σπαρμένες σε μυστικές τοποθεσίες ανά την επικράτεια. Έχει και μια επιχείρηση – βιτρίνα στην οποία εργάζεται η όμορφη και δυναμική σύζυγός του, η Ρόζαλιντ. Μέλος της high society, αναγνωρισμένος gentleman, κάποια στιγμή αποφασίζει πως έφτασε το πλήρωμα του χρόνου να αποσυρθεί. Κι είναι έτοιμος να πουλήσει την επιχείρησή του.
Ενδιαφέρον δείχνουν ένας Αμερικανός λεφτάς άρχοντας του υποκόσμου, ο Μάθιου, κι ένας ανερχόμενος βαρόνος του εγκλήματος, που κυκλοφορεί με το παρατσούκλι Ξηρόφθαλμος. Η απόσυρση του «βασιλιά» πυροδοτεί μια σειρά από συνομωσίες, σχέδια και απόπειρες από όλους εκείνους που επιβουλεύονταν την θέση του και που πλέον θεωρούν πως έχουν την ευκαιρία να αρπάξουν την περιουσία του. Ανάμεσα σε αυτούς που διεκδικούν μερίδιο είναι κι ένας ιδιωτικός ντετέκτιβ, ο Φλέτσερ, ο οποίος δουλεύει για μια μικρή εφημερίδα και διαθέτει στοιχεία να εκβιάσει τον Μίκι μέσω του πιο στενού του συνεργάτη, του Ρέι. Ή έτσι νομίζει...
Η άποψή μας: Ένας άντρας μπαίνει σε ένα μπαρ. Μία παμπ καλύτερα. Παραγγέλνει μπύρα. Βάζει στο τζουκ μποξ ένα τραγούδι: είναι το «Cumberland Gap» του David Rawlings (δεν το είχα ξανακούσει - και είναι κομματάρα). Κάθεται να πιει την μπύρα. Ακούγεται ένας πυροβολισμός: μια δολοφονία λαμβάνει χώρα εκτός κάδρου. Κλόουζ απ στην μπύρα. Πιτσιλιέται με αίματα. Κι αυτοί κυρίες και κύριοι είναι η αρχή της νέας ταινίας του Guy Ritchie... Κατευθείαν, σου έχει κάνει hook. Έβαλε ο μάγκας το σκουλήκι στο αγκίστρι, το έριξε στη θάλασσα κι εσύ ως ψάρακλας, πας και τσιμπάς. Το βασικό όμως είναι πως το απολαμβάνεις. Δεν μου αρέσει να καταφέρομαι εναντίον συναδέλφων κριτικών, αλλά εδώ θα κάνω μία εξαίρεση. Ναι, ο Guy Ritchie, 9 στις 10 φορές γυρίζει την ίδια ταινία.
Κατ' αναλογία με τα γνωστά memes που κυκλοφορούν στα social media, όταν το λαϊκό παιδί (ο Guy Ritchie στην περίπτωσή μας) γυρίζει ταινία όπου χρησιμοποιεί μία κάμερα, ένα όπλο και μια γυναίκα (του είναι αρκετά) και κάνει ευφορικό, διασκεδαστικό, απενοχοποιημένο σινεμά, το οποίο συνδυάζει ακαταμάχητα τη βία με το χιούμορ, μερικοί συνάδελφοι αντιδρούν με «ω μάι γκαντ, μεγάλωσε βρε Γκάι, πάλι μία από τα ίδια, έλεος κάπου». Όταν όμως ο κλαρινογαμπρός εκ βορείων προαστίων, ο σοφιστικέ, ο σπουδαγμένος σε Οξφόρδες και Κέιμπρίτζια (στην περίπτωσή μας πχ ο Σουηδός Roy Andersson, μιας που είδαμε πρόσφατα ταινία του και βολεύει) γυρίζει μία από τα ίδια, οι ίδιοι συνάδελφοι αντιδρούν με «ω μάι γκαντ, τι θεϊκά πλάνα, τι σοφιστικέ καλλιτεχνική διεύθυνση, τι έμπνευση». Κάρχιες!
Και με αστεράκια δεν μου αρέσει να ασχολούμαι – μια σύμβαση είναι (από την άλλη, μιας που την ακολουθώ κι εγώ τη σύμβαση, μου αρέσει και τα σκορπάω απλόχερα) αλλά σε ποιον κόσμο, σε ποιο σύμπαν, σε ποιο universe το «Cosmic Candy» μπορεί να παίρνει περισσότερα αστεράκια από το «Gentlemen»; Ναι, ο Guy Ritchie επαναλαμβάνεται, αλλά... όχι ακριβώς. Είναι αυτό που έγραφα πρόσφατα ως αρνητικό στην ταινία «About Endlessness» του Roy: ο Ritchie βρίσκει τρόπο να ανανεώνεται, να εμπλουτίζει το φιλμ του με νέα κόλπα, με νέες ιδέες, με καινούργια ρίσκα. Εδώ, ας πούμε, παίζει με την αφήγηση, με τον τρόπο που αφηγείται την ιστορία, εντέλει με το ίδιο το σινεμά! Βάζει σε ρόλο – κλειδί τον Hugh Grant, που δεν θα τον δείτε ποτέ πιο γλοιώδη και σε κόντρα ρόλο – είναι απολαυστικότατος.
Γενικώς (άλλο ένα από τα χαρακτηριστικά του Ritchie, που δεν τα βαριέσαι) μας παρουσιάζει μερικούς πάρα πολύ ενδιαφέροντες χαρακτήρες μέσω της ταινίας του. Αξιαγάπητους παρά (ή ίσως εξαιτίας) της καφρίλας τους. Ο Κόουτς πχ του Colin Farrell είναι απλά θεούλης!!! Πσυχούλα! Βοηθάει παιδιά φτωχικών καταβολών να μην μπλέξουν. Εντάξει, μπλέκουν, αλλά ο άτιμος έχει έναν ολοδικό του κώδικα ηθικής, που εννοείται πως είναι κλάσεις ανώτερος από τον καθεστηκυίο. Γενικά, ο Ritchie στέκεται πολύ εδώ: έχει σημασία στον σύγχρονο κόσμο να υπάρχει αυτό που λέμε μπέσα, κιμπαριλίκι, αρχοντιά. Μεταξύ κατεργαρέων, ειλικρίνεια, σωστά; Φτιάχνει λοιπόν ένα σύμπαν ο δικός σου και σε αρπάζει μέσα από την αρχή. Και γουστάρεις. Γουστάρεις τις μουσικές, γουστάρεις τη φευγάτη αύρα, γουστάρεις το (ναι) βιντεοκλιπίστικο στυλ, γουστάρεις το ψάξιμο, γουστάρεις το χιούμορ, γουστάρεις τις αναφορές.
Χωρίς να έχω δει από τη φιλμογραφία του μόνο το «Αλαντίν» (το οποίο «έσκισαν» οι πάντες, η αλήθεια είναι) και προσπαθώντας να ξεχάσω την μέγιστη μαλακία που γύρισε όντας ερωτευμένος με τη Madonna, το vanity project - ριμέικ της ταινίας «Η κυρία και ο ναύτης» της Βερτμίλερ, το εντελώς αχρείαστο και άθλιο «Swept Away», οφείλω να ομολογήσω πως... γουστάρω τρελά τούτον τον Tarantino των φτωχών! Από το πρώτο πλάνο ως το τελευταίο, τα πάντα στην ταινία είναι στην υπηρεσία του θεατή. Ρυθμός, απίστευτα γαμάτο σάουντρακ, τρομερές σκηνές που απορείς πώς τις γύρισε ο τύπος (όπως η σύγκρουση αμαξιού με φορτηγό - θα με θυμηθείτε όταν τη δείτε) άλλες που σε κάνουν να σκας στα γέλια παρά το μακάβριον του πράγματος (θυμηθείτε: γραμμές τρένων!) και φατσάρες να υποδύονται low life αριστουργήματα.
Πέρα από τις άμεσες και τις έμμεσες κινηματογραφικές αναφορές (από την «Συνομιλία» μέχρι το «Βρόμικο σαββατοκύριακο» και από τον Γουάινσταϊν μέχρι το δικό του «Κωδικό όνομα U.N.C.L.E.») αλλά και τηλεοπτικές σειρές - φαινόμενα (το «Black Mirror» έρχεται στο νου στην ιστορία που περιλαμβάνει ένα... γουρούνι!) η ίδια η ταινία παίζει με την κινηματογραφική αφήγηση, με το πραγματικό και το φαντασιακό, με τη μυθοπλασία και τον ρεαλισμό. Απολαυστικό φιλμ. Από αυτά που δεν χάνονται από όσους ψάχνουν με το κιάλι πια απενοχοποιημένη κινηματογραφική απόλαυση! Και ναι, δεν μπαίνει τυχαία το υπέροχο «That’s entertainment» των Jam στο φινάλε: αυτό, ναι, είναι διασκέδαση! Μπορεί να μην είναι «μεγάλη τέχνη», αλλά βγαίνεις από την ταινία χορτασμένος.
ΥΓ: Διάβασα μερικές κριτικές από το εξωτερικό για την ταινία και έφριξα! Ήμαρτον με την πολιτική ορθότητα, έχει καταντήσει πολιορκητικός κριός του νεοσυντηρητισμού. Κατηγορούν τον Ritchie για ρατσισμό! Κι εκεί επικεντρώνεται όλη τους η αντιπαλότητα κατά της ταινίας. Κομπλεξάρες «άριστοι», ου να μου χαθείτε!
movies.ltd.gr