DIRECTOR'S NEWS

2 Απρ 2024

 

Exploring Christopher Nolan’s Process of Writing and Directing a Film

Understanding how Christopher Nolan movies work so well is to understand more than cinema or the ability to film in Imax. You’ve watched Interstellar, Insomnia, Dunkirk, and The Dark Knight Trilogy (Batman), and love the cinematic storytelling from this prolific director and filmmaker in general. It doesn’t hurt when you have a Hans Zimmer score too. But what's it like actually being in the Director's chair?


Christopher Nolan movies like Memento and The Prestige reminds us, filmmakers, what cinema is all about, and film directing and editing has rarely been so good. Maybe you think best Christopher Nolan movies have Tom Hardy or Christian Bale in them - but the Dark Knight Rises movie had both… so that sort of disproves that theory.


Directing films and cinema like Christopher Nolan takes years or practice and research into filmmaking. That’s why Christopher Nolan movies can take you on a deep journey, and this video essay will show you how he keeps everything consistent in his films. 


If you love Christopher Nolan movies, don’t write another page or direct another scene until you’ve seen our video essay. You don’t need a big Imax cinema to be able to make a film like Christopher Nolan. All you need is a good mind and hard work. 


Christopher Nolan editing techniques also come into play, so learn how he directs a movie that will eventually be cut together in a somewhat unconventional manner.


The end result: You will know how to direct a movie like Christopher Nolan, and perhaps you will direct the next Dark Knight trilogy or Interstellar. 


Enter the Director's chair to find out exactly how Christopher Nolan directs and edits his movies.



25 Φεβ 2022

 



The Cinematography of Sofia Coppola's work



20 Φεβ 2022

 


NYMPHOMANIAC is the wild and poetic story of a woman’s journey from birth to the age of 50 as told by the main character, the self-diagnosed nymphomaniac, Joe (Charlotte Gainsbourg).


On a cold winter’s evening the old, charming bachelor, Seligman (Stellan Skarsgård), finds Joe beaten up in an alley. He brings her home to his flat where he cares for her wounds while asking her about her life.


He listens intently as Joe over the next 8 chapters recounts the lushy branched-out and multifaceted story of her life, rich in associations and interjecting incidents.



25 Φεβ 2021


 Ο σκηνοθέτης του «Da 5 Bloods», Σπάικ Λι, θα αναλάβει την παραγωγή της νέας ταινίας του Στεφόν Μπρίστολ, για το Netflix με τίτλο «Gordon Hemingway & The Realm of Cthulhu», το οποίο φαίνεται ότι έχει σχέση με το έργο του Χ. Φ. Λάβκραφτ.


Το σενάριο, το οποίο είναι γραμμένο από τον Χανκ Γουν, διαδραματίζεται στην ανατολική Αφρική το 1928 και ακολουθεί έναν Αφροαμερικάνο πιστολέρο, τον Γκόρντον Χέμινγουεϊ, o οποίος συνεργάζεται με την πριγκίπισσα Ζενέμπε της Αιθιοπίας για να σώσουν τον αντιβασιλέα τους ο οποίος απήχθη από ένα αρχαίο κακό.


O τίτλος της ταινίας παραπέμπει στη μυθολογία των Κθούλου, του Χ. Φ.Λάβκραφτ αλλά τίποτα δεν έχει επιβεβαιωθεί ακόμα από το Netflix, με το οποίο συνεργάζεται τον τελευταίο καιρό ο Λι.


Ο Μπρίστολ έκανε το σκηνοθετικό του ντεμπούτο το 2019 με την ταινία «See You Yesterday» για το Netflix την οποία είχε αναλάβει και πάλι την παραγωγή της ο Σπάικ Λι, ενώ τα εφέ θα αναλάβει η ομάδα του Goodbye Kansas, η οποία είχε αναλάβει και τα εφέ στις σειρές «Jack Ryan» και «Cursed» αλλά και στην ταινία του Γουές Άντερσον «The French Dispatch».


Μέχρι στιγμής δεν έχει ανακοινωθεί ημερομηνία κυκλοφορίας της ταινίας.

19 Φεβ 2021

 


Ο Μάρτιν Σκορσέζε παίρνει θέση για την τρέχουσα κατάσταση στον κινηματογράφο, σε σχέση με τις υπηρεσίες streaming, και μιλά για τα περίπλοκα συναισθήματα που έχει για τις κινηματογραφικές ταινίες αυτή τη στιγμή.


Ενώ ο σκηνοθέτης κλασικών ταινιών, μεταξύ άλλων των «Raging Bull» (Οργισμένο Είδωλο) και «Taxi Driver» (Ο Ταξιτζής) θα προτιμούσε να κυκλοφορήσουν σε κινηματογραφικές αίθουσες οι ταινίες του, το πιο πρόσφατο φιλμ του «Ο Ιρλανδός» δεν θα είχε φτάσει ποτέ στην οθόνη, αν δεν είχε την οικονομική υποστήριξη του Netflix.


Εν τω μεταξύ, η απρόβλεπτη πανδημία έχει οδηγήσει ταινίες της χρονιάς που άξιζαν να προβληθούν σε κινηματογράφους να παρακολουθούνται σε τηλεοπτικές οθόνες.


Τις σκέψεις του αυτές μοιράζεται με το κοινό ο Μάρτιν Σκορσέζε σε δοκίμιό του με τίτλο «Il Maestro» που έγραψε για το Harper’s Bazaar, στο οποίο επίσης αναφέρεται στον διάσημο Ιταλό σκηνοθέτη, Φεντερίκο Φελίνι.


Ο Σκορσέζε χρησιμοποιεί τον Ιταλό θρυλικό δημιουργό ταινιών για να υποστηρίξει την άποψη ότι η μαγεία του κινηματογράφου χάνεται τώρα από την επέλαση του περιεχομένου που κυκλοφορεί από στούντιο ταινιών και εταιρείες streaming.


«Η τέχνη του κινηματογράφου υποτιμάται συστηματικά, παραμερίζεται, υποβαθμίζεται και μειώνεται στον χαμηλότερο κοινό παρονομαστή με τον όρο "περιεχόμενο"» εκτιμά ο Μάρτιν Σκορσέζε.


Η λέξη «περιεχόμενο», εξηγεί ο σκηνοθέτης, έχει μπει στη δημόσια συνείδηση, αλλά πιστεύει ότι είναι σημαντικό να περιγράφονται διαφορετικοί τύποι περιεχομένου.


«Μόλις πριν από 15 χρόνια, ο όρος "περιεχόμενο" ακούστηκε όταν οι άνθρωποι συζητούσαν για τον κινηματογράφο σε σοβαρό επίπεδο σε αντιπαραβολή και σε σύγκριση με τη "φόρμα"», γράφει ο Σκορσέζε.


«Στη συνέχεια, σταδιακά, άρχισε να χρησιμοποιείται ολοένα και περισσότερο από τους ανθρώπους που ανέλαβαν εταιρείες μέσων ενημέρωσης, οι περισσότεροι από τους οποίους δεν γνώριζαν τίποτα για την ιστορία της τέχνης. Η λέξη "περιεχόμενο" έγινε επιχειρηματικός όρος για όλες τις κινούμενες εικόνες: μια ταινία του Ντέιβιντ Λιν, ένα βίντεο με γάτες, μια διαφήμιση του Super Bowl, μια συνέχεια ταινιών με υπερήρωρες, ένα επεισόδιο σειράς. Συνδέθηκε, φυσικά, όχι με την κινηματογραφική εμπειρία, αλλά με την προβολή στο σπίτι, στις πλατφόρμες ροής που έχουν φτάσει να αφήνουν πίσω την εμπειρία του κινηματογράφου, όπως ακριβώς η Amazon ξεπέρασε τα φυσικά καταστήματα. Από τη μία πλευρά, αυτό ήταν καλό για τους δημιουργούς ταινιών, όπως και για μένα. Από την άλλη πλευρά, έχει δημιουργήσει μια κατάσταση στην οποία τα πάντα παρουσιάζονται στον θεατή σε ίσους όρους ανταγωνισμού, η οποία ακούγεται δημοκρατική αλλά δεν είναι. Εάν η περαιτέρω προβολή “προτείνεται” από αλγόριθμους με βάση αυτό που έχετε ήδη δει και οι προτάσεις βασίζονται μόνο σε θέμα ή είδος, τότε τι κάνει αυτό στην τέχνη του κινηματογράφου;» τονίζει.


Σύμφωνα με τον Σκορσέζε, η επιμέλεια περιεχομένου «δεν είναι αντιδημοκρατική ή "ελιτίστικη", ένας όρος που χρησιμοποιείται τώρα τόσο συχνά ώστε γίνεται ανούσιος. Είναι μια πράξη γενναιοδωρίας - μοιράζεστε ό,τι αγαπάτε και αυτό που σας ενέπνευσε. (Πλατφόρμες streaming, όπως το Criterion Channel και το MUBI βασίζονται στην επιμέλεια). Οι αλγόριθμοι, εξ ορισμού, βασίζονται σε υπολογισμούς που αντιμετωπίζουν τον θεατή ως καταναλωτή και τίποτα άλλο», επισημαίνει.


Ο Μάρτιν Σκορσέζε χρησιμοποιεί τον Φελίνι ως παράδειγμα της αναγκαιότητας «να τελειοποιήσουμε τις αντιλήψεις μας για το τι είναι ο κινηματογράφος και τι δεν είναι». Ο Φεντερίκο Φελίνι είναι ένα καλό σημείο για να ξεκινήσετε. Μπορείτε να πείτε πολλά πράγματα για τις ταινίες του Φελίνι, αλλά εδώ υπάρχει ένα πράγμα που είναι αδιαμφισβήτητο: είναι κινηματογράφος. Το έργο του Φελίνι πετυχαίνει να αποτελεί τον ορισμό της συγκεκριμένης μορφής τέχνης, σημειώνει.

6 Φεβ 2021

 


Κρίστοφερ Νόλαν: προτείνει τις 35 αγαπημένες του ταινίες ανάμεσα στις οποίες είναι…. από τις κλασικές ταινίες επιστημονικής φαντασίας το «Alien» και το «Blade Runner 2049» έως το «The Hateful Eight»  και το  «Speed»

Από το 1998 που ξεκίνησε η καριέρα του  στο Hollywood με το θρίλερ εγκλήματος νέο-νουάρ «Following» και δύο χρόνια αργότερα με το  «Memento» έγινε ένας από τους διασημότερους σκηνοθέτες. Όλες οι ταινίες του Nolan  είναι επηρεασμένες από τις αγαπημένες του ταινίες.


Η λίστα με τις αγαπημένες του ταινίες είναι η εξής:


1.«Heat» (1995) του Μάικλ Μαν


2.«The Hateful Eight» (2016) του Κουέντιν Ταραντίνο


3.«Baby Driver» (2017) του Εντγκαρ Ράιτ


4.«Οι Δρόμοι της Φωτιάς» (Chariots of Fire, 1981) του Χιου Χάντσον


5. «Speed» (1994) του Γιαν ντε Μποντ


6. «Unstoppable» (2010) του Τόνι Σκοτ


7. «2001: Η Οδύσσεια του Διαστήματος» (2001: Α Space Odyssey, 1968) του Στάνλεϊ Κιούμπρικ


8. «Οι Δώδεκα Ένορκοι» (12 Angry Men, 1957) του Σίντνεϊ Λιούμετ


9. «Alien» (1979) & «Blade Runner» (1982) του Ρίντλεϊ Σκοτ


10. «Ουδέν Νεότερον από το Δυτικό Μέτωπο» (All Quiet On The Western Front, 1930) του Ντέλμπερτ Μαν


11. «Star Wars» (1977) του Τζορτζ Λούκας


12. «Στενές Επαφές Τρίτου Τύπου» (Close Encounters of the Third Kind, 1977) του Στίβεν Σπίλμπεργκ


13. «Ο Λόρενς της Αραβίας» (Lawrence of Arabia, 1962) του Ντέιβιντ Λιν


14. «Ξένος Ανταποκριτής» (Foreign Correspondent, 1941) του Αλφρεντ Χίτσκοκ


15. «Η Κόρη του Ράιαν» (Ryan’s Daughter, 1970) του Ντέιβιντ Λιν


16. «Η Δύναμη Της Σάρκας» (Bad Timing, 1980) του Νίκολας Ρεγκ


17. «Η Μάχη του Αλγερίου» (The Battle of Algiers, 1965) του Τζίλο Ποντεκόρβο


18. «Ο Πρώτος Άνθρωπος» (First Man, 2018) του Ντάμιεν Σαζέλ


19. «For All Mankind» (1989) του Αλ Ράινερτ


20. «Απληστία» (Greed, 1924) του Eριχ Φον Στροχάιμ


21. «Συμβόλαιο με το Θάνατο» (The Hit, 1984) του Στίβεν Φρίαρς


22. «Koyaanisqatsi» (1983) του Γκόντφρεϊ Ρέτζιο


23. «Καλά Χριστούγεννα Κύριε Λόρενς» (Merry Christmas Mr. Lawrence, 1983) του Νάγκισα Οσιμα


24. «Metropolis» (1927) του Φριτς Λανγκ


25. «Mr. Arkadin» (1955) του Ορσον Γουέλς


26 «The Right Stuff» (1983) του Φίλιπ Κάουφμαν


27. «Η Διάσωση του Στρατιώτη Ράιαν» (Saving Private Ryan, 1998) του Στιβεν Σπίλμπεργκ


28. «Η Κατάσκοπος που με Αγάπησε» (The Spy Who Loved Me, 1977) του Λιούις Γκίλμπερτ


29. «Street of Crocodiles» (1986) των Στίβεν και Τίμοθι Κιουέι


30. «Η Αυγή» (Sunrise, 1927) του Φρήντριχ Βίλεμ Μουρνάου


17 Ιαν 2021

 


Η εταιρεία παραγωγής περιεχομένου με θέμα τη μουσική, της Universal Music Group, Mercury Studios, ανακοίνωσε ένα νέο ντοκιμαντέρ για τα Abbey Road Studios (Στούντιο της Άμπεϊ Ρόουντ στο Λονδίνο).


Το ντοκιμαντέρ «This Walls Could Sing» θα εξερευνά την ιστορία του θρυλικού στούντιο ηχογραφήσεων και θα κυκλοφορήσει σε συνδυασμό με την 90η επέτειο των Abbey Road Studios τον Νοέμβριο.


Την ταινία θα σκηνοθετήσει η Μέρι ΜακΚάρτνεϊ, σκηνοθέτης και φωτογράφος, κόρη του Πολ και της Λίντα ΜακΚάρτνεϊ και παραγωγός θα είναι ο Τζον Μπάτσεκ.


«Μερικές από τις πρώτες μου αναμνήσεις ως μικρό παιδί προέρχονται από τον χρόνο που περνούσα στο Abbey Road» δήλωσε η Μέρι ΜακΚάρτνεϊ. «Ήθελα από καιρό να αφηγηθώ την ιστορία αυτού του ιστορικού τόπου και δεν θα μπορούσα να συνεργαστώ με καλύτερη ομάδα από εκείνη του Τζον και της Mercury Studios για να κάνω αυτή τη δημιουργική φιλοδοξία πραγματικότητα» πρόσθεσε.


Το Abbey Road Studios στο St. John's Wood στο βορειοδυτικό Λονδίνο, άνοιξε το 1931 και απέκτησε φήμη για την πρωτοποριακή τεχνολογία ηχογράφησης. Αν και αρχικά χρησιμοποιήθηκε για κλασικές ηχογραφήσεις, το ρεπερτόριό του τελικά επεκτάθηκε σε τζαζ, big band και rock ‘n’ roll.  Οι Beatles ηχογράφησαν 190 από τα 210 τραγούδια τους στo στούντιο.



«Αν αυτοί οι τοίχοι μπορούσαν να τραγουδήσουν (If these walls could sing). Έχω χάσει τον λογαριασμό πόσες φορές το έχω ακούσει αυτό στα Abbey Road Studios όλα αυτά τα χρόνια. Ανυπομονώ κάποιες από αυτές τις ιστορίες να μεταφερθούν στην οθόνη σε ένα διαχρονικό ντοκιμαντέρ» τόνισε η Ίζαμπελ Γκάρβεϊ, διευθύντρια του στούντιο. 

19 Νοε 2020

 

Η επόμενη ταινία του Σπάικ Λι θα είναι μιούζικαλ.


Μετά τα δύο προηγούμενα κινηματογραφικά έργα του - το δράμα «Da 5 Bloods» για το Netflix και το ντοκιμαντέρ «David Byrne's American Utopia» για το HBO - ο Λι θα σκηνοθετήσει μιούζικαλ εμπνευσμένο από την κυκλοφορία του Viagra, του φαρμάκου για τη στυτική δυσλειτουργία.


Σύμφωνα με το EW, ο Λι συνεργάστηκε με τον Βρετανό θεατρικό συγγραφέα και ηθοποιό Κουάμι Κουέρμα για τη συγγραφή του σεναρίου, το οποίο θα βασίζεται στο άρθρο του Ντέιβιντ Κάσερ στο Esquire «All Rise: The Untold Story of The Guys Who Launched Viagra» (Η άγνωστη ιστορία για τους τύπους που ανακάλυψαν το Viagra).


Οι Stew Stewart και Heidi Rodewald υπεύθυνοι για το βραβευμένο με Tony μιούζικαλ «Passing Strange».


Ο Λι εξέδωσε μια περίεργη δήλωση - αφιερωμένη στη μητέρα του, η οποία του εμφύσησε την αγάπη για τις ταινίες για να ανακοινώσει το μιούζικαλ που δεν έχει προς το παρόν τίτλο.


«Πρώτα απ 'όλα, ευχαριστώ την Ζακλίν Σέλτον Λι. Ευχαριστώ την εκλιπούσα μητέρα μου...» τονίζει ο Αμερικανός σκηνοθέτης και αναφέρεται στα παιδικά του χρόνια στο Μπρούκλιν, στον πατέρα του Μπιλ Λι, μπασίστα της folk/jazz. Επισημαίνει ότι ο ίδιος συνόδευε τη μητέρα του στον κινηματογράφο, που ήταν σινεφίλ και παρά τις αντιρρήσεις του πήγαιναν και σε μιούζικαλ.


«Τελικά, μπαίνοντας στην τέταρτη δεκαετία μου ως σκηνοθέτης, θα σκηνοθετήσω έναν μιούζικαλ με χορό και τραγούδι και ανυπομονώ» έγραψε.

17 Σεπ 2020


Ο Σέλτον Τζάκσον "Σπάικ" Λι (Shelton Jackson "Spike" Lee, 20 Μαρτίου 1957) είναι Αμερικανός σκηνοθέτης, παραγωγός, συγγραφέας και ηθοποιός. Έκανε το σκηνοθετικό ντεμπούτο του με την ταινία She's Gotta Have It (1986) και αργότερα σκηνοθέτησε τις ταινίες Κάνε το σωστό (1989), Malcolm X (1992), The Original Kings of Comedy (2000), 25η ώρα (2002), Ο υποκινητής (2006) και Παρείσφρηση (2018).

Στις ταινίες του, ο Λι εξετάζει τις φυλετικές σχέσεις, τον ρατσισμό στην κοινότητα των μαύρων, το ρόλο των μέσων ενημέρωσης στη σύγχρονη ζωή, το έγκλημα στις πόλεις, τη φτώχεια και άλλα πολιτικά ζητήματα.

Ο Λι είχε πέντε υποψηφιότητες για βραβείο της αμερικανικής ακαδημίας, ένα φοιτητικό βραβείο και ένα τιμητικό βραβείο (το 2015). Επίσης έχει κερδίσει πολυάριθμα άλλα βραβεία, όπως δύο Emmy, ένα τιμητικό BAFTA, ένα τιμητικό Σεζάρ και το βραβείο Γκις το 2013.

She’s Gotta Have It”

Ο Spike Lee έγινε γνωστός στην αμερικανική κινηματογραφική σκηνή το 1986 με το “She’s Gotta Have It”, μια ταινία που έμεινε στην Ιστορία για την επαναστατική της απεικόνιση της γυναικείας σεξουαλικότητας.

Ο κεντρικός χαρακτήρας της ταινίας, η Nola Darling, αφού έβγαινε με τρεις άντρες και πειραματίστηκε με τη μονογαμία, συνειδητοποίησε τελικά ότι δε χρειάζεται κανέναν άντρα για να την κάνει ευτυχισμένη.




«Κάνε το Σωστό»

Τον Ιούνιο του 1989 και λίγο πριν την επίσημη πρεμιέρα στις αίθουσες, μερίδα κριτικών προέβλεπε ότι το αριστούργημα του Σπάικ Λι θα προκαλούσε σοβαρότατα επεισόδια, αν όχι να υποκινήσει μια ολόκληρη εξέγερση, εξαιτίας του θέματός του. Φυσικά τίποτα από αυτά δεν συνέβη και το «Κάνε το Σωστό» ξεκίνησε μια διαδρομή που το αναγόρευσε σε μια από τις πιο κλασικές και καίριες δημιουργίες του αμερικανικού σινεμά, διηγούμενο τις συνθήκες κάτω από τις οποίες μια πολυφυλετική συνοικία του Μπρούκλιν κατρακυλά στη βία κατά την διάρκεια μιας ασφυκτικά καυτής καλοκαιρινής μέρας.

Στο σημερινό κόσμο της ποπ κουλτούρας, που έχει σε μεγάλο βαθμό επηρεαστεί από τη γλώσσα, τη μουσική, την αισθητική και τις πολιτικές θέσεις του χιπ χοπ, δύσκολα θυμόμαστε ότι κάποτε η δύναμη αυτού του νεανικού κινήματος δεν είχε ακόμα γίνει αισθητή ούτε την είχαν συνειδητοποιήσει οι σκηνοθέτες (και η πολιτιστική βιομηχανία). Ταυτόχρονα, δεδομένου του υλιστικού, ρηχού ύφους που χαρακτηρίζει πλέον το εμπορικό χιπ χοπ και τη μουσική ραπ μερικές φορές θυμόμαστε με δυσκολία ότι αυτή η μουσική ήταν ριζοσπαστική, ανατρεπτική και περήφανα επαναστατική.
Αυτή η ταινία κοινωνική διαμαρτυρία του Spike Lee συλλαμβάνει θαυμάσια εκείνη τη στιγμή, όταν η ραπ ήταν γεμάτη οργή και συνείδηση.

Εξετάζει εντυπωσιακά τα ζητήματα του ρατσισμού, της φυλετικής περηφάνιας, της ταξικής πάλης, τις χαρές και τα προβλήματα της καθημερινής ζωής στην πόλη μέσα σε ένα παράδοξα φωτεινό, πολύχρωμο ενσταντανέ.

Η ταινία είναι εμπρηστική και διεισδυτική, μια ταινία που γεννήθηκε από το χιπ χοπ, όταν αυτό είχε κάτι να πει.
Ξεκινάει με τη μουσική -τη ρυθμική επίθεση και τις λεκτικές εκρήξεις— των παλαίμαχων ειδώλων του χιπ χοπ Public Enemy. Οι χαρακτήρες είναι ζωντανοί και οι διαπλεκόμενες καθημερινές ιστορίες τoυς διαφωτίζουν ευρύτερα κοινωνικοπολιτικά ζητήματα. Κεντρικό ρόλο παίζει ο Μούκι (Lee), ένας διανομέας πίτσας που γυρνά στη γειτονιά παραδίδοντας τις παραγγελίες. Η κάμερα κινείται παντού, καθώς εκείνη κινείται μέσα στην πόλη, Συναντάμε την απαιτητική φιλενάδα του, δύο δύστροπους αλλά αξιαγάπητους ηλικιωμένους (Ruby Dee και Ossie Davis) και τη νεολαία της γειτονιάς, την οποία εκπροσωπούν, μεταξύ άλλων, ο Ρέιντιο Ραχίμ (Bill Nunn) και ο Mπάγκιν Άουτ (Giancarlo Esposito). Γνωρίζουμε επίσης τον Ιταλό ιδιοκτήτη της πιτσαρίας, τον Σαλ (Danny Aiello), του οποίου η διφορούμενη στάση πρos τον μαύρο υπάλληλό του αντανακλάται στη συμπεριφορά του ρατσιστή γιου του Πίνο (John Turturro) και του λιγότερο προκατειλημμένου μικρού Βίτο (Richard Edson). Toυς χαρακτήρες πλαισιώνει ένας βλάσφημος και φαιδρός χoρός μεσήλικων και γέρων μαύρων, οι οποίοι προσφέρουν κωμική ανακούφιση με τα δηκτικά σχόλιά ious πάνω στα καθημερινά γεγονότα.

Καθώς προχωράει τo καλοκαίρι και η θερμοκρασία ανεβαίνει, τα ασήμαντα περιστατικά λαμβάνουν τεράστια σημασία. Οι σεξουαλικές και φυλετικές εντάσεις που κρύβονταν κάτω από τnv επιφάνεια τns καθημερινότητας εκρήγνυνται και η βία που ακολουθεί (βλέπουμε την αγριότητα της αστυνομίας και τη διάλυση μακροχρόνιων σχέσεων) είναι μια σαφής -μεταφορά τns κατάστασης των φυλετικών σχέσεων στην Αμερική του τέλους του 20ού αιώνα.

Το Κάνε το σωστό είναι αμφιλεγόμενη ταινία και πολλοί διαστρέβλωσαν το μήνυμά τns (υποστήριξαν ότι αποτελούσε κάλεσμα σε εξέγερση). Είναι μια αμετανόητα οργισμένη ταινία, γεμάτη εικόνες έρωτα και φιλίας μεταξύ μαύρων τόσο σπάνιες στον αμερικανικό κινηματογράφο. που γίνονται ριζοσπαστικές. Τα φωτεινά χρώματα κυριαρχούν στην οθόνη, οι γωνίες λήψης συχνά θυμίζουν το ύφος των κόμικς και εκφράζουν την ενέργεια τns ραπ.

Είναι μια από τις πιο επιδραστικές ταινίες στην ιστορία του κινηματογράφου όχι μόνο λόγω του χαρακτηριστικού ύφους της, αλλά και επειδή έδωσε στους σκηνοθέτες την άδεια να αντλούν από εμπειρίες του μέχρι τότε το Χόλιγουντ και ο περίφημος ανεξάρτητος κινηματογράφος τις αγνοούσαν ή τις διαστρέβλωναν.





Malcolm X

Όχι, ο Spike Lee δεν επέλεξε να γυρίσει σε ταινία τη ζωή του φιλειρηνικού Martin Luther King. Αντίθετα, αποφάσισε να φέρει στη μεγάλη οθόνη τα έργα και τις ημέρες του Malcolm X.

Σε μία ταινία που θα μπορούσε να είναι αλλά δεν είναι ούτε για ένα λεπτό ακαδημαϊκή, ο μόνιμος πρωταγωνιστής του (Denzel Washington) δίνει ένα ρεσιτάλ ερμηνείας, ζωντανεύοντας τη ζωή του μαχητικού ακτιβιστή των αφροαμερικανικών δικαιωμάτων.
Ένα παθιασμένο πολιτικό έπος με σπουδαίες ερμηνείες. Ο σημαντικότερος Αφρο-αμερικανός σκηνοθέτης Σπάικ Λι σκηνοθετεί τη ζωή και τη δράση του χαρισματικού μαύρου ηγέτη Malcom X, που ξεκίνησε ως μικροκακοποιός του Χάρλεμ, ασπάστηκε τον Ισλαμισμό μέσα στις φυλακές και στη συνέχεια, έγινε μια από τις πιο ριζοσπαστικές μορφές του αφροαμερικανικού κινήματος, ως τη στιγμή της δολοφονίας του, το 1965. 

Το σενάριο βασίζεται στην αυτοβιογραφία του παγκοσμίου φήμης ριζοσπάστη και οραματιστή, που έμελλε να αλλάξει το κοινωνικοπολιτικό τοπίο της Αμερικής για πάντα



Γιατί πρέπει να τη δεις: Ένα Αφροαμερικανός σκηνοθέτης ασχολείται με έναν από τα μεγαλύτερα πρόσωπα της ιστορίας των μαύρων στην Αμερικανική ήπειρο. Ο Denzel Washington, σε μία από τις καλύτερες ερμηνείες της καριέρας του, βρέθηκε υποψήφιος για το Όσκαρ Καλύτερης Ανδρικής Ερμηνείας. Ο Spike Lee με την ταινία του αυτή απέδειξε ότι μία βιογραφία μπορεί να είναι επική και βαθιά πολιτική.



25η ώρα 

Μεγάλη προσμονή υπήρχε για αυτή την ταινία του γνωστού και πάντα οργισμένου σκηνοθέτη Spike Lee.


Η  ταινία καταπιάνεται με το τελευταίο 24ωρο του Montel (Edward Norton), ενός εμπόρου ναρκωτικών, ο οποίος έχει καταδικαστεί σε 7 χρόνια φυλάκιση και περνά το τελευταίο του βράδυ έξω, αφού το επόμενο πρωί πρέπει να παρουσιαστεί στη φυλακή. Αποφασίζει λοιπόν να περάσει την τελευταία του μέρα με τα άτομα που του στάθηκαν στη ζωή του. Τον πάτερα του, έναν πρώην αλκοολικό Ιρλανδο πυροσβέστη ο οποίος είναι ιδιοκτήτης μπαρ, τους δυο φίλους του, τον Jake, καθηγητή σε ένα λύκειο, και τον Frank, χρηματιστή, καθώς και την Naturelle, την λατινα κοπέλα του, η οποία παίζει και το μεγαλύτερο ρόλο στη ζωή του. Μέσα σε αυτό το 24ωρο o Montel θα περάσει πολλά, οι σχέσεις του με τον κύκλο του θα βρεθούν σε ένα τεντωμένο σχοινί, αφοί ο φόβος του για την επικείμενη φυλάκιση θα επηρεάσει τη συμπεριφορά του και θα έρθουν στο φως μεγάλες αλήθειες. Όλα αυτά ιδωμένα από τη γνωστή καυστική μάτια του Spike Lee ο οποίος βρίσκει την ευκαιρία να ασκήσει κριτική σε μια σωρια θεμάτων, από το ρατσισμό έως τη φιλία και την εμπιστοσύνη.

Ο κάθε ήρωας είναι ένα περίπλοκο μωσαϊκό συναισθηματων, ο καθένας με τις φοβίες και τις εμμονές του. Και μέσα σε αυτό το 24ωρο θα φτάσουν τελικά στην εξιλέωση τους.

Η ταινία είναι κυρίως διαλογική. Αλλά με διαλόγους που κόβουν σαν χειρουργική λεπίδα και που έχουν δέκα φορές τη δραματουργικη δύναμη μιας σκηνής με συμπλοκές συμμοριών. Φυσικά οι έπαινοι γι’ αυτό πάνε στο εξαιρετικό σενάριο που καταφέρνει να μην κάνει την ταινία βαρετή στο ελάχιστο, αλλά ξέρει πότε να την οδηγεί σε σπάνιες δραματουργικες κορυφώσεις. Ευτυχώς που υπάρχει ο κατάλληλος σκηνοθέτης για να καθοδηγήσει τα πάντα τελεία. Περιέχει εξαιρετικά ενδιαφερουσες σκηνές με αποκορύφωμα το μονόλογο του Montel μπροστά στον καθρέφτη στον οποίο περιέχονται μεγάλες αλήθειες για τη μοντέρνα μορφή της Νέας Υόρκης. 
Ένα δριμύ «κατηγορώ» σε όλα τα είδη απληστίας, εκμεταλλευσης και αδιαφορίας. Πολύ καλή δουλειά έχει γίνει εκτός από τους ενδιαφεροντες δεύτερους χαρακτήρες στον πρωταγωνιστικο ρόλο του Edward Norton. Όλη η φρίκη της φυλακής φαίνεται από τη συναισθηματικη του οδύσσεια την οποία περνάει χωρίς να δούμε δευτερόλεπτο από φυλακές. Ειναι χαρακτηριστικος ο φόβος στο πρόσωπο του γιατί ακολουθούν 7 χρόνια στο χειρότερο μέρος του κόσμου και δεν μπορεί να κάνει τίποτα για να το αλλάξει. Δεν μπορούμε να τον θεωρήσουμε θύμα, απλά ένα ομορφόπαιδο που η οικογενειακή του κατάσταση τον ανάγκασε να γίνει μικρέμπορος μαριχουάνας στα πλουσιόπαιδα. Έκανε τα λάθη του και θα πληρώσει, κάτι που το αντιλαμβανεται και ο ίδιος.


Ιδανικός για αυτόν το ρόλο αποδεικνυεται ο Edward Norton, ένας από τη σημαντικοτερους ηθοποιούς της γενιάς του. Εκφράζει τέλεια τον άνθρωπο που ξέρει ότι η ζωή του χάνεται από τα λάθη του και από εκείνη την ήμερα και μετά η ζωή του δεν πρόκειται ποτέ ξανά να είναι η ίδια. Τρομερά ρεαλιστικός και βαθιά συγκινητικός πιάνει τέλεια το πνεύμα του Spike Lee. Σημαντικό ρόλο στη ζωή του παίζει ένα μεγάλο δίλημμα το οποίο δεν μπορώ να το αποκαλύψω, αλλά καταλαβαινεις ότι στο πρόσωπο του Norton βλέπεις κάποιον μπερδεμένο με όσα συμβαίνουν γύρω του. Σημαντικό είναι ότι οι άνθρωποι του τον στηρίζουν σε μια τόσο δύσκολη περίοδο.

Οι Philip Seymour Hoffman και Pepper κρατούν τους ρόλους των φίλων του και ανταπεξερχονται πολύ καλά. Το ότι ο Hoffman αποτελεί έναν θαυμάσιο καρατερίστα το ξέρουμε και το αποδεικνύει έμπρακτα σε αυτήν την ταινία. Αυτό που έχει τρομερό ενδιαφέρον είναι η εμμονή του και η σχέση με μια μαθήτρια του, την οποία ερμηνεύει σε ένα ρόλο έκπληξη η Anna Paquin, της οποίας η συμπεριφορά και κινήσεις της οδηγούν σε ένα και μόνο όνομα, Λολίτα. Το οι δυο τους διαφέρουν τόσο πολύ οπτικά και φαίνονται αταίριαστοι είναι αυτό που απογειώνει τις μεταξύ τους σκηνές.

Την παράσταση κλέβει ο Barry Pepper, ο οποίος είναι ένας πολύ ταλαντούχος ηθοποιός που ευτυχώς κατάφερε να ξεπεράσει το φιάσκο που ακούει στον όνομα Battlefield Earth - Πεδίο Μάχης : Γη. Όχι ότι ήταν δικό του το φταίξιμο γι’ αυτήν την αθλιότητα (κύριε Travolta!), αλλά δυστυχώς τον πήρε κι αυτόν η μπάλα. Ταιριάζει τέλεια στο ρόλο του άπληστου χρηματιστή, ο οποίος είναι κενός συναισθηματων αλλά αυτή η νύχτα θα τον αλλάξει ώστε να καταλάβει τι ακριβώς είναι και τι πραγματικά νιώθει για τους πολύ καλούς του φίλους. Τέλος πολύ καλή είναι και η Rosario Dawson στο ρόλο της κοπέλας του Montel, η οποία κατηγορείται από πολλούς για την κατάντια του, αλλά είναι κι αυτή πραγματικά θλιμμένη και η αγάπη της είναι πραγματική γι’ αυτόν.

Σε όλα αυτά βάλτε ένα πολύ αξιόλογο μοντάζ (μη φανταστείτε ακρότητες τύπου JFK, απλά λειτουργεί τέλεια στη ροή της ταινίας), μια καταπληκτική μουσική που στο πρώτο μισό είναι συμφωνική και στο δεύτερο μισό μοντέρνα “κλαμπατα” κομμάτια, και μια φωτογραφία λουκούμι που αναδεικνύει την πραγματική Νέα Υόρκη και έχετε ένα εκρηκτικό πακέτο.


Ο υποκινητής (2006)

Πανικός έχει ξεσπάσει στην πολυσύχναστη Νεουρκέζικη γωνία, όπου στεγάζεται η τράπεζα Manhattan Trust, από την στιγμή που οι αστυνομικές αρχές πληροφορήθηκαν, πως το εσωτερικό της έχει καταλάβει μια ομάδα μασκοφόρων, που κρατά ομήρους περισσότερους από 30 αθώους πολίτες. Βασικός σκοπός του διαπραγματευτή Κιθ Φρέιζερ, είναι να έλθει σε επαφή με τους καταληψίες και να μάθει τις απαιτήσεις τους. Σύντομα όμως ο έμπειρος – όπως φιλόδοξος αλλά και αδικημένος - αστυνομικός θα αντιληφθεί συνομιλώντας με τον ιθύνοντα νου της ληστείας πως η περίπτωση δεν είναι τόσο απλοϊκή όσο δείχνει. Και πως πίσω από τις τυπικές απαιτήσεις των ληστών, κρύβεται ένα καλά θαμμένο μυστικό, που πρέπει να αποκαλύψει.

Τρία είναι τα στοιχεία που μπορούν να χαρακτηρίσουν σαν πετυχημένη η μη, μια ταινία που χρησιμοποιεί σαν σημείο αναφοράς της μια ληστεία και που σαν είδος έχει επικρατήσει με την ξενόφερτη ονομασία Heist. Η μέθοδος με την οποία οι ληστές διαπράττουν το έγκλημα, ο ρυθμός, που πρέπει σε όλη την διάρκεια του φιλμ να είναι ζωντανός και ο επίλογος που απαιτείται να είναι τουλάχιστον ευρηματικός. Και στα τρία αυτά χαρακτηριστικά του το Inside man, τα πηγαίνει περίφημα, μάλιστα θα έλεγα ανταποκρίνεται σε υψηλότερα στάνταρντς από τα αναμενόμενα, ακόμη και στις στιγμές εκείνες που οι απορίες που προκαλούνται από τις αρκετές σεναριακές τρύπες, λειτουργούν με θετικό τρόπο, προκαλώντας στον θεατή μια ιδιόμορφη γοητεία. Όσο για το τέμπο του, είναι κυριολεκτικά σαρωτικό, άσχετα αν τα πρώτα 120 λεπτά κυλούν σαν νεράκι και το τελευταίο δεκάλεπτο φαντάζει αιώνας…

Στο μυαλό του ο Spike Lee, φτιάχνοντας το χαρμάνι από το καινούργιο του joint, πρέπει να είχε πάρα πολλά αντικείμενα που ήθελε να ασχοληθεί και να μοιραστεί με το κοινό του. Για ακόμη μια φορά – σε βαθμό σαφώς μικρότερο από το 25th Hour – γίνονται αντιληπτές οι συνέπειες των γεγονότων της 11ης του Σεπτέμβρη, μέσω των οποίων η Αμερική αποφάσισε να επαναπροσδιορίσει την παρουσία της στον παγκόσμιο χάρτη. Τα πιο χιουμοριστικά νοήματα βγαίνουν μέσα από αυτή την - περισσότερο τεχνητή θεωρώ εγώ – ασχετοσύνη, που θέλουν να προβάλλουν προς τα έξω οι Αμερικανοί, δείχνοντας άλλοτε να μην εντοπίζουν διαφορές ανάμεσα στις λέξεις Αρμενία και Αλβανία ή μην δείχνοντας σεβασμό σε κάποιες θρησκευτικές ιδιομορφίες. Ο Lee δημιουργεί ένα καλογραμμένο εναλλακτικό Ocean`s 11, αλλά είναι σαφές πως δεν είναι αυτός ο κύριος σκοπός του. Κρατώντας σαν φυσικό του σκηνικό την πολυαγαπημένη του Νέα Υόρκη, ρίχνει στην μάχη τους έμπειρους πρωταγωνιστές του, που αποδεικνύονται και πολύ καλά μελετημένοι.


Ο Denzel Washington, παίζει τον ρόλο του αδιάφθορου και κολλημένου στον τοίχο διαπραγματευτή, που μικρός στο δωμάτιο του είχε σίγουρα κολλημένη την αφίσα του Serpico. Στην αντιδιαστολή ο με λένε Owen, Clive Owen, ως ηγέτης των καταληψιών μοιάζει να έχει διαβάσει εκατοντάδες φορές, το θέμα του Dog Day Afternoon, ώστε τίποτα απολύτως να μην του πάει στραβά στην πορεία. Όσο για την συμπαθέστατη Jodie Foster, που μέσα από τα πανάκριβα και κομψά της ταγιέρ καταφέρνει να διώξει το φάντασμα της ατημελησίας της Κλαρίσας Στάρλινγκ, εμφανίζεται σε έναν ρόλο κλειδί στην υπόθεση, που όμως ταυτόχρονα δημιουργεί και τις περισσότερες απορίες για την ύπαρξη της.

Ο Lee, μέσα σε μια διαδρομή είκοσι ακριβώς χρόνων – από το βραβευμένο She’s Gotta have It – έχει καταφέρει να αποδείξει έναν και μόνο πράγμα καλλιτεχνικά. Πως όσο και να είναι αξιόλογος δημιουργικά, σε κάθε περίπτωση θα μπορούσε να είναι και καλύτερος. Γεγονός που παρατηρείται δίχως άλλο και στο Inside Man, εκτός και κάποιος την δει ως μια απλούστατη ταινία γύρω από μια κλοπή και δεν θελήσει να επεκταθεί περισσότερο στα νοήματα της. Για να μπορέσει όμως το οποιοδήποτε πόνημα του να το αγαπήσει και ο υπόλοιπος – εκτός ΗΠΑ - κόσμος θα πρέπει και αυτός να αντιληφθεί πως τα σύνορα της γης δεν περιορίζονται από τον ποταμό Χάτσον, σε ένα μικρό νησάκι με το όνομα Μανχάταν…

Παρείσφρηση (2018)

Ένας από τους βασικούς λόγους που η Παρείσφρηση (Μεγάλο Βραβείο της κριτικής επιτροπής στο Φεστιβάλ Καννών του 2018) σηματοδοτεί μια μικρή ανάσταση στη στριμωγμένη και μάλλον κουρασμένη φιλμογραφία του Σπάικ Λι είναι η γεμάτη αυτοπεποίθηση, εγκρατής ερμηνεία του νεοφερμένου Τζον Ντέιβιντ Ουόσινγκτον στην εμπρηστική ιστορία του πρωταγωνιστή του Ρον Στάλγουορθ, του πρώτου αστυνομικού αφρικανικής καταγωγής στο πάλλευκο τμήμα του Κολοράντο Σπρινγκς, ο οποίος κατάφερε να διεισδύσει στην καρδιά της υπερ-ρατσιστικής οργάνωσης Κου Κλουξ Κλαν.   Το γεγονός είναι αληθινό, συνέβη στα τέλη της δεκαετίας του '70 και δεν χρειάζεται να προσπαθήσουμε πολύ για να φανταστούμε πόσο εμπρηστική, έως διδακτική, θα μπορούσε να έχει γίνει η ταινία, καθώς ο Λι άδραξε την ευκαιρία να τη μεταφέρει στο σινεμά, ορμώμενος από τα περσινά γεγονότα στο Σάρλοτσβιλ στη Βιρτζίνια με την τραγική έκβαση.


Όπως ο πατέρας του, ο Ντενζέλ Ουόσινγκτον του ασύγκριτου Malcolm X, ο Τζον Ντέιβιντ αφήνει ένα φυσικό cool να σκεπάσει, σαν ήσυχη δύναμη, τις συνήθεις οργισμένες κορώνες του Αμερικανού σκηνοθέτη και να τις εξισορροπήσει ευεργετικά.   Επιπρόσθετα, το χιούμορ της υπόθεσης δεν φαντάζει καθόλου βεβιασμένο ή προσποιητό: όταν ένας μαύρος μπάτσος, που έχει περιοριστεί σε δουλειές γραφείου και αρχειακές ταξινομήσεις ρουτίνας, εφευρίσκει μόνος του μια σοβαρή υπόθεση παρανομίας, ποινικής και ηθικής, και την τρέχει με εξυπνάδα και πονηριά, βάζοντας έναν πρόθυμο συνάδελφο, τον λευκό Φλιπ, να τον υποκαθιστά στη φυσική παρείσφρηση στα άδυτα των κουκουλοφόρων ‒ ο Ρον διατηρούσε την πολύ συχνά σπαρταριστή τηλεφωνική επικοινωνία με τους υπευθύνους, κερδίζοντας μάλιστα με άνεση την εμπιστοσύνη της κεφαλής, του πολύ Ντέιβιντ Ντιουκ, έξοχα ερμηνευμένου από τον Τόφερ Γκρέις.

 Δύο από τις ενδιαφέρουσες παραμέτρους στους βασικούς χαρακτήρες είναι η Πατρίς Ντουμάς (Λόρα Χάριερ), η όμορφη νέα φοιτήτρια που υποδέχεται με παιάνες τον πρώην «Μαύρο Πάνθηρα» και νυν ομιλητή/αγκιτάτορα Κουάμε Τουρέ στην πόλη και ερωτεύεται τον Ρον, χωρίς να γνωρίζει από την αρχή την ιδιότητά του ‒ γιατί αλλιώς ούτε που θα τον πλησίαζε.   Ο άλλος είναι ο Φλιπ, ο συνάδελφος και παρτενέρ του Ρον στην επικίνδυνη, ασυνήθιστη αποστολή, ο οποίος είναι Εβραίος και σταδιακά ξυπνά από τον λήθαργο του πολιτιστικού αγνωστικισμού του. Ως ενοχλητικοί καταλύτες διαφορετικών ταχυτήτων, αμφότεροι επιτείνουν το δραστικό κέντρισμα στις συνειδήσεις των θεατών από τον Λι.


Από το ξεκίνημα κιόλας, με τα πλάνα από το Όσα παίρνει ο άνεμος και την ανατριχιαστικά καλλιγραφική ρητορική του εντεταλμένου προπαγανδιστή Άλεκ Μπόλντουιν, αλλά και αργότερα, όταν μέλη της ΚΚΚ παρακολουθούν με ικανοποίηση το ευαγγέλιο του λευκής υπεροχής   Η γέννηση ενός έθνους, ο Λι δείχνει καθαρά τις ακονισμένες προθέσεις του. 

Όχι, ο θυμωμένος κινηματογραφιστής του Κάνε το σωστό και του εμβληματικού ντοκιμαντέρ 4 Little Girls δεν άλλαξε μυαλά και ταμπεραμέντο, Απλώς, έχει μια εντυπωσιακή ιστορία στα χέρια του και την ολοκληρώνει με μπρίο, επιδεξιότητα και αποτελεσματικότητα, χωρίς να παραλείψει να ενεργοποιήσει όλους τους συναγερμούς στη διαδρομή, με αποκορύφωμα τη σύνδεση με την επικαιρότητα, στην αυλαία.   Στο μεταξύ, δεν αναλώνεται σε μεταμοντέρνα τερτίπια ή σε μια ρεβιζιονιστική οπτική, όπως το Τζάνγκο, ο Δραπέτης του Κουέντιν Ταραντίνο, αφήνοντας τον διάλογο με το πρότερο έργο του να μιλήσει υπέρ της ταινίας του

Da 5 Bloods

H ταινία Da 5 Bloods του Spike Lee έχει να κάνει με μια ομάδα τεσσάρων βετεράνων 
Αφροαμερικανών στρατιωτών που επιστρέφουν στο Βιετνάμ στην προσπάθειά τους να αντιμετωπίσουν τα ψυχικά τους τραύματα και να κλείσουν μια και καλή τους λογαριασμούς τους με το μέρος, αναζητώντας το πτώμα του αρχηγού της ομάδας τους αλλά και το ενδεχόμενο ύπαρξης ενός θαμμένου θησαυρού.

Επιτέλους λοιπόν έχουμε για τα καλά την επιστροφή του Spike Lee στο σινεμά που τον καθιέρωσε και έδωσε ένα δικό του ιδιαίτερο στυλ, μετά και το Blackkklansman που άφησε εξαιρετικές εντυπώσεις.

Όποιος γνωρίζει έστω και λίγο το παλιό καλό σινεμά του Spike Lee, αναμφίβολα ξέρει τι περιμένει να δεί από τον Da 5 Bloods. Έχει αποδείξει ότι ξέρει να καταπλήσσει και τους πιο φανατικούς θαυμαστές του και συνδυάζει σινεμά ποιοτικό και διασκεδαστικό ταυτόχρονα και πραγματικά αυτό κάνει και τώρα με μια ταινία επίκαιρη και (έμμεση ή άμεση) κατακραυγή στον ρατσισμό.

Ξαναγίνεται ουσιαστικός και προσφέροντας άφθονο χαβαλε στήνει ένα σινεφιλικο πανηγύρι στην μεγάλη οθόνη και μεταξύ σοβαρού και αστείου μας δίνει μια ακόμα δυνατή ταινία για τον ρατσισμό, χωρίς να έχει κλισέ και στερεότυπα άλλων προσπαθειών.

Δεν μασάει τα λόγια του και έμμεσα κάνει και κοινωνική κριτική, ωστόσο θα ήταν άδικο στο να σταθούμε στο γεγονός αυτό. Όπως και σε όλες σχεδόν τις ταινίες του, έχουμε και εδώ χαρακτήρες οι οποίοι θέλουν δικαίωση, χωρίς να το τραβάει στα άκρα.

Πιστός στα τρικ του και τα σήματα κατατεθέν του, με γκρο πλάν, απότομη αλλαγή εικόνων, ιδιαίτερο χιούμορ και το κυριότερο εξαιρετικούς διαλόγους ο Spike Lee είναι και πάλι εδώ, επιστρέφοντας δυναμικά με πολύ ωραίο τρόπο.

Φημίζεται για το εξαιρετικά κοφτερό του μυαλό και εκτός από το πρωτότυπο του σενάριο εφευρίσκει και διαλόγους για να κρατήσει μια ταινία που κρατάει 2,5 ώρες, αν και εδώ σε λίγα σημεία τραβάει σε διάρκεια.


Το Da 5 Bloods έρχεται έτσι αθόρυβα να αποτελέσει μια ακόμα αξιόλογη ταινία. Είναι πραγματικά τόσο απλό να κάνεις μια δυνατή ταινία, η οποία είναι αυθεντική και δεν θέλει απλά να σε… οδηγήσει κάπου, με την συγκεκριμένη να βάζει τα γυαλιά σε αρκετές πολυδιαφημισμένες.

Φαινομενικά μπορεί να δείχνει αβανταδόρικο θέμα και σε κάποια σημεία πάει να χρησιμοποιήσει κάποια κλισέ, αλλά εντέλει μόνο τέτοιο δεν είναι και  όσο προχωράει τόσο περισσότερο σε κερδίζει.

Πραγματικά αποδεικνύεται ότι σε πολλές ταινίες δεν χρειάζονται φανφάρες απλά να δίνεις την δική σου ταυτότητα, με το Da 5 Bloods να καταφέρνει (παρά τους αργούς ρυθμούς ανά σημεία) πολλά πράγματα μέσα από τις εικόνες και τις ερμηνείες.

Η ταινία Da 5 Bloods εστιάζει στον άνθρωπο και τα προβλήματα του,  χωρίς μεμψιμοιρίες και σκεπτικισμό, ενώ το σημαντικότερο είναι πως το κάνει με περιορισμένα κλισέ και δίνει μια άλλη οπτική σε θέματα που είναι αν μη τι άλλο πολύ σημαντικά.
To Da 5 Bloods είναι μια προσεγμένη και απλή παραγωγή και γενικότερα υπάρχει μεγάλο ενδιαφέρον στον τρόπο που κυλάει στο σύνολο της η ταινία, ενώ όσο περνάει η ώρα εξελίσσεται με έναν ιδιαίτερο τρόπο.
Καταρχήν, με βάση την θεματολογία της ταινίας και το γενικότερο στόρι με βάση και τα μηνύματα που θέλει να περάσει, θα ήταν πολύ εύκολο να επιλέξει τον εύκολο δρόμο, ωστόσο (με μερικά ψεγάδια) δίνει μια διαφορετική ματιά.

Η απεικόνιση των καταστάσεων και χώρων είναι πολύ καλή (με τα πλάνα στην φύση να είναι έξοχα σκηνπθετημένα), ενώ γίνεται παροιμιώδης οικονομία χρονου, με την ταινία να εστιάζει πάνω απ’ όλα στον άνθρωπο.

Υπάρχουν μερικές πολύ ενδιαφέρουσες πινελιές στους χαρακτήρες και κυρίως βέβαια στην πρωταγωνίστρια, πολυποίκιλες αναφορές σε θέματα ευρύτερης προσέγγισης και γενικότερα μια αντισυμβατική σκηνοθεσία που σε κάνει να ταυτίζεσαι με όσα γίνονται.

Η ταινία Da 5 Bloods ούτε προκαλεί, ούτε προβοκάρει όπως μπορεί να έκανε κάποια αντίστοιχη, ενώ δεν έχει και πολλές ενδιαφέρουσες καταστάσεις και κάτι το οποίο πάντα σε αφήνει με το στόμα ανοιχτό, τα οποία φυσικά δεν θα αποκαλύψουμε.

Ακόμα και σε μερικές λίγες σκηνές που μοιάζει στατική (δεν επηρεάζουν το τελικό αποτέλεσμα) είναι πρωτότυπη με τον τρόπο της, ενδιαφέρουσα και μάλιστα προσφέρει κάτι στον θεατή χωρίς να είναι δήθεν, αλλά αντίθετα είναι ωραία δομημένη και φτιαγμένη.

To Da 5 Bloods είναι μια προσεγμένη και απλή παραγωγή και γενικότερα υπάρχει μεγάλο ενδιαφέρον στον τρόπο που κυλάει στο σύνολο της η ταινία, ενώ όσο περνάει η ώρα εξελίσσεται με έναν ιδιαίτερο τρόπο.

Συνοψίζοντας, μιλάμε σίγουρα για μια αξιοπρόσεκτη ταινία, η οποία μπορεί να είχε να δώσει λίγα πραγματάκια ακόμα, αλλά κακά τα ψέματα είναι μια προσπάθεια που χρειαζόμαστε για να δώσει μια άλλη οπτική, χωρίς φανφάρες και κουραστικές αναλύσεις, μέσα από μια άκρως ενδιαφέρουσα ματιά.

10 Ιουλ 2020

Ο Μάρτιν Σκορσέζε θα σκηνοθετήσει ένα νέο ντοκιμαντέρ για τον μουσικό Ντέβιντ Τζόχανσεν, γνωστό ως αρχηγό της θρυλικής πανκ μπάντας «New York Dolls».

Το Showtime Documentary Films ανακοίνωσε ότι ο Σκορσέζε θα σκηνοθετήσει μαζί με τον Ντέιβ Τεντέσκι, με τον οποίο συνεργάστηκε επίσης στο ντοκιμαντέρ «Bob Dylan No Direction Home» και στο «Shine A Light» με επίκεντρο τους Rolling Stones.

Σύμφωνα με το περιοδικό Rolling Stones, η νέα ταινία θα καλύπτει τα παιδικά χρόνια του Τζόχανσεν στο Στάτεν Άιλαντ, τη μετακόμισή του στο Ιστ Βίλατζ της Νέας Υόρκης την περίοδο της εφηβείας στα τέλη της δεκαετίας του 1960 και την εποχή των «New York Dolls», καθώς και το έργο του τη δεκαετία του 1980 υπό το alte- ego Buster Poindeter και τα χρόνια με το συγκρότημα «The Harry Smiths».

Θα χρησιμοποιηθούν επίσης ζωντανά πλάνα του Σκορσέζε που γυρίστηκαν νωρίτερα φέτος, κατά τη διάρκεια συναυλίας του τραγουδιστή στο Café Carlyle στη Νέα Υόρκη.

9 Ιουν 2020

Ο Σαμ Μέντες με άρθρο του επιτίθεται στις υπηρεσίες streaming που κέρδισαν «εκατομμύρια» στη διάρκεια της πανδημίας του κορονοϊού, ενώ όσοι εργάζονται στο θέατρο έχουν πληγεί από τον αποκλεισμό.

Σε άρθρο του στους Financial Times, με τίτλο «Πώς μπορούμε να σώσουμε τα θέατρα μας» ο σκηνοθέτης ταινιών Τζέιμς Μποντ και του «1917» ζήτησε να υπάρξουν επενδύσεις στον πολιτιστικό τομέα της Βρετανίας, όχι φιλανθρωπία.

Περιγράφοντας τη σημερινή κατάσταση έκανε λόγο για τη «μεγαλύτερη πρόκληση στη βρετανική πολιτιστική ζωή από το ξέσπασμα του Β' Παγκοσμίου Πολέμου».

«Τα θέατρα και οι ηθοποιοί της χώρας, μουσικοί και μουσικοί χώροι, χορευτές και χώροι χορού, αίθουσες συναυλιών και όπερες απειλούνται. Το θέατρο χρειάζεται ένα σχέδιο, και πιστεύω ότι έχουμε ένα» ανέφερε.

3 Ιουν 2020

Ο σκηνοθέτης Τζέιμς Κάμερον ταξίδεψε στη Νέα Ζηλανδία, όπου στα μέσα Ιουνίου αναμένεται να αρχίσουν ξανά τα γυρίσματα των sequel της ταινίας Avatar.

Δύο μήνες αφότου σταμάτησε η παραγωγή λόγω της κρίσης του κορονοϊού, ο παραγωγός Τζον Λαντάου κοινοποίησε φωτογραφία του μαζί με τον Τζέιμς Κάμερον από την άφιξή τους στο Διεθνές Αεροδρόμιο του Ουέλλινγκτον.

Φορώντας προστατευτική μάσκα προσώπου ο κινηματογραφικός παραγωγός επιβεβαίωσε ότι θα απομονωθούν για 14 ημέρες προτού ξεκινήσουν τα γυρίσματα.

«Έφτασα στη Νέα Ζηλανδία. Η 14 ημερών εποπτευόμενη αυτο-απομόνωση από τις αρχές της χώρας ξεκινά» έγραψε ο Λαντάου.

Η Ζόι Σαλντάνα, η οποία υποδύεται τη Neytiri στο franchise επιστημονικής φαντασίας, σχολίασε: «Ο Θεός να σας έχει καλά όλους!!! Μου λείπετε τρελά!!».

Την περασμένη εβδομάδα, ο Λαντάου επιβεβαίωσε ότι το Avatar 2 και τα άλλα sequels θα είναι από τις πρώτες ταινίες που θα ξαναρχίσουν να γυρίζονται εν μέσω της πανδημίας του κορονοϊού, με τα μέλη του καστ να επιστρέφουν στη Νέα Ζηλανδία αυτή την εβδομάδα.

23 Μαρ 2020

Γεννημένος στις 23 Μαρτίου του 1910 στο Τόκιο, ο θρυλικός Ιάπωνας σκηνοθέτης Ακίρα Κουροσάβα, είναι από τους κορυφαίους εκπροσώπους της Έβδομης Τέχνης, παγκοσμίως. Με αφορμή την συμπλήρωση 110 χρόνων από τη γέννησή του, θυμόμαστε πέντε από τις πιο χαρακτηριστικές και διαχρονικές ταινίες του.

«Από την εποχή του ερχομού του ομιλούντος κινηματογράφου στις αρχές της δεκαετίας του ‘30, ένιωσα ότι είχαμε βάλει στο περιθώριο και ξεχάσει όλα αυτά που ήταν υπέροχα στις παλιές βωβές ταινίες. Με ενοχλούσε ακατάπαυτα η συνειδητοποίηση της αισθητικής απώλειας. Ένιωθα την ανάγκη να επιστρέψω στις πηγές του κινηματογράφου για να ξαναβρώ την ιδιαίτερη αυτή ομορφιά. Έπρεπε να επιστρέψω στο παρελθόν. Συγκεκριμένα, πίστευα ότι υπήρχε κάτι που μπορούσα να μάθω από το πνεύμα που χαρακτήριζε τη Γαλλική αβανγκάρντ της δεκαετίας του ‘20.» - Ακίρα Κουροσάβα 

Ο Ακίρα Κουροσάβα (Akira Kurosawa) γεννήθηκε στις 23 Μαρτίου του 1910 στην περιοχή Ομόρι του Τόκιο. Τελευταίο των οκτώ παιδιών του Ισαμού (Isamu) και της Σίμα (Shima) Κουροσάβα. Ο ίδιος αρχικά ήθελε να γίνει ζωγράφος, αλλά δεν έγινε δεκτός στην Ακαδημία Τεχνών. Το 1936 γίνεται βοηθός του σκηνοθέτη Γιαμαμότο Κατζίρο (Yamamoto Kajirô), που δούλευε σε μια γιαπωνέζικη εταιρεία παραγωγής ταινιών κι εκεί γυρίζει το πρώτο του φιλμ: «Σουγκάτα Σανσίρο» (Sugata Sanshiirô - 1943), μια διασκεδαστική ταινία για την ιστορία του τζούντο.

Στα χρόνια που θα ακολουθήσουν, ο Κουροσάβα παράγει ταινίες πιο απλές κι εμπορικές, όπως οι ταινίες του «Σουγκάτα Σανσίρο» (Ά Μέρος - 1943 & 'Β Μέρος - 1945), οι οποίες γεννιούνται υπό τον έλεγχο της στρατιωτικής κυβέρνησης της Ιαπωνίας, που λογοκρίνει αυστηρά ολόκληρη την πνευματική δημιουργία της εποχής και ευνοεί κυρίως την παραγωγή λογοτεχνικών και κινηματογραφικών έργων με πατριωτικό περιεχόμενο.

Το πρώτο φιλμ που γύρισε μετά τον πόλεμο, «Δεν Λυπόμαστε την Νεολαία μας» (1946), είχε σαν θέμα την ιστορία της Ιαπωνίας από την δεκαετία του '30 ως το 1946. Η ταινία βασιζόταν στην «πτώση του Τακικάβα», που έλαβε χώρο το 1933 όταν ένας καθηγητής αναγκάσθηκε από την κυβέρνηση να παραιτηθεί εξ αιτίας των πολιτικών απόψεών του.

Τα επόμενα χρόνια ο Κουροσάβα γύρισε το αριστούργημα «Ο Μεθυσμένος Άγγελος» (1948) και την ταινία που του επέφερε διεθνή εκτίμηση και τον έκανε γνωστό στην Ευρώπη. Ο λόγος βέβαια για το θρυλικό «Ρασομόν» του 1950, στο οποίο απονεμήθηκε ο «Χρυσός Λέων» στο κινηματογραφικό Φεστιβάλ της Βενετίας του 1951. Η ταινία πραγματεύεται το θέμα της αλήθειας, της ανάμνησης και της πραγματικότητας. Σπουδαίες επίσης ταινίες του Κουροσάβα είναι οι: «Ο Θρόνος του Αίματος» (1957), «Επτά Σαμουράι» (1954), «Όνειρα» (1990), «Γιοτζίμπο» (1961), «Ραψωδία τον Αύγουστο» (1991), «Καγκεμούσα» (1980), «Ραν» (1985) και άλλες.

Το 1990, η Αμερικανική Ακαδημία Κινηματογράφου, βράβευσε τον κορυφαίο Ιάπωνα σκηνοθέτη με τιμητικό Όσκαρ, για την πολυσήμαντη προσφορά του, στον χώρο της Έβδομης Τέχνης, παραλαμβάνοντας το βραβείο, από τους Στίβεν Σπίλμπεργκ και Τζορτζ Λούκας:

Η φιλμογραφία του Ακίρα Κουροσάουα περιλαμβάνει ορισμένες από τις πιο σπουδαίες κλασικές ταινίες του παγκόσμιου κινηματογράφου, έργα - ορόσημα που άσκησαν επίδραση σε ομότεχνούς του και αγαπήθηκαν από το κοινό. 

Δες περισσότερα ΕΔΩ!

2 Φεβ 2020

Δυναμική εκπρόσωπος του νέου ανεξάρτητου αμερικανικού κινηματογράφου, η σκηνοθέτρια του «Lady Bird» «πετάει» τώρα στον 19ο αιώνα και μεταφέρει στην οθόνη το κλασικό μυθιστόρημα «Μικρές κυρίες» της Λουίζα Μέι Αλκοτ, αναδεικνύοντας την πορεία μιας γυναίκας που γίνεται συγγραφέας. Η ταινία της έχει έξι υποψηφιότητες για τα Οσκαρ.
ΛΟΣ ΑΝΤΖΕΛΕΣ

Παρόλο που άρχισε με επιτυχία την καριέρα της ως ηθοποιός, ειδικά σε ρόλους ανεξάρτητων ταινιών χαμηλού προϋπολογισμού («LOL», 2006, «Hannah takes the stairs, 2008, «Nights and Weekends», 2008) αλλά και σε μεγαλύτερες παραγωγές του Χόλιγουντ («Greenberg», 2010, «Μόνο το σεξ δεν φτάνει», 2011, «Frances Ha» 2012), η Γκρέτα Γκέργουιγκ ήταν προορισμένη για προσωπικές δημιουργίες που θα σκηνοθετούσε η ίδια. Το 2017 παρουσίασε την πρώτη της ανεξάρτητη ταινία «Lady Bird» με τη Σίρσα Ρόναν, το σενάριο της οποίας έγραψε η ίδια εμπνευσμένη από την οικογένειά της στο Σακραμέντο της Καλιφόρνιας.

Η ταινία έφτασε ώς τις υποψηφιότητες των Οσκαρ για τη σκηνοθεσία και το σενάριο, ενώ κέρδισε τη Χρυσή Σφαίρα για το καλύτερο σενάριο. Η επιτυχία της την ώθησε προς μεγαλύτερα εγχειρήματα όπως την τελευταία της, «Μικρές κυρίες» («Little women»), διασκευή του ομώνυμου κλασικού αμερικανικού μυθιστορήματος, η οποία έχει έξι υποψηφιότητες για τα φετινά Οσκαρ - ανάμεσά τους και Καλύτερης Ταινίας.


Η Γκέργουιγκ, όπως και ο σύντροφός της, ο σκηνοθέτης Νόα Μπάουμπαχ («Ιστορία γάμου»), θεωρούνται εκπρόσωποι του νέου ανεξάρτητου αμερικανικού κινηματογράφου, αφού και οι δύο, αλλά ειδικά η Γκέργουιγκ, έχουν στρέψει την προσοχή τους σε ιστορίες μοντέρνων γυναικών. Στα χέρια της σκηνοθέτριας, το έργο «Μικρές κυρίες» δεν θα μπορούσε παρά να αποτελεί μια γιορτή της γυναίκας.

Μιλήστε για την εμπειρία σας στην τελευταία σας ταινία «Little women» και πώς θα τη συγκρίνατε με την προηγούμενη, το «Lady Bird».

Απέκτησα την αυτοπεποίθηση για να προχωρήσω στη συγγραφή σεναρίων και τη σκηνοθεσία από τότε που αναγνωρίστηκε η ταινία «Frances Ha», η οποία ήταν η πρώτη που έγραψα (μαζί με τον Νόα Μπάουμπαχ). Αν και ήταν μια μικρή ασπρόμαυρη ταινία, πραγματοποιημένη με πολύ λίγα χρήματα, την πρόσεξαν. Κι ήταν για μένα σπουδαίο το γεγονός, απόδειξη ότι προχωρούσα προς τη σωστή κατεύθυνση. Επίσης η αποδοχή του «Lady Bird» ήταν πολύ θερμή και είμαι ευγνώμων γι’ αυτό.

Ταυτίζομαι με την ιστορία της Τζο Μαρς (πρωταγωνίστρια του μυθιστορήματος «Μικρές κυρίες»). Το βιβλίο ήταν το αγαπημένο μου από τότε που μου το διάβαζε η μητέρα μου στο κρεβάτι πριν κοιμηθώ. Με έκανε να πιστέψω ότι μπορώ να γίνω συγγραφέας, σαν την Τζο που ήταν φιλόδοξη, είχε μεγάλα όνειρα αλλά και λίγο θράσος.

Την είχα πάντα μέσα μου... Οταν πήγα στη Sonny, στο γραφείο της Εμι Πασκάλ, που είναι η υπέροχη παραγωγός μου, της είπα ότι είχα ανάγκη να κάνω την ταινία.

Ημουν πραγματικά τυχερή που το δέχτηκαν oι παραγωγοί, μάλιστα με μεγάλη ελευθερία, αφήνοντάς με να προσλάβω τους απίστευτους αυτούς ηθοποιούς, να γυρίσω την ταινία σε φιλμ, να τη φτιάξω σαν ζωγραφιά - όλα αυτά τα πράγματα που ήθελα για να αναδείξω μια γυναίκα που γίνεται συγγραφέας, τη σημασία του γεγονότος και της πορείας της προς τα εκεί. Η ευκαιρία αυτή, σαν να ζωγράφιζα πάνω σ’ ένα μεγάλο τελάρο, ήταν εξαιρετική για μένα, ένα παραπάνω βήμα στη σκηνοθεσία.

• Τι σας ενδιέφερε περισσότερο όταν γυρίζατε την ταινία;

Με ενδιέφερε να ανακαλύψω την ουσία της συγγραφέως αλλά και να διηγηθώ την ιστορία πηγαίνοντας μπρος-πίσω στον χρόνο, αφήνοντας να φανούν τα συναισθήματα με ειλικρίνεια, ειδικά όσον αφορά την παιδική ηλικία των χαρακτήρων. Μου έκανε εντύπωση το πόσο το είχα ανάγκη να ερευνήσω αυτά τα πράγματα. Εξάλλου νομίζω ότι είχα ανάγκη τη ζεστασιά που προβάλλει η ταινία.

• Πείτε μας για την αναδημιουργία του κόσμου των «Μικρών κυριών».

Είχαμε την τύχη να γυρίσουμε την ταινία στο μέρος όπου γράφτηκε το βιβλίο – το Κόνκορντ της Μασαχουσέτης. Μάλιστα είναι η πρώτη φορά που γίνεται αυτό σε κινηματογραφικές διασκευές. Οταν βρίσκεσαι εκεί, είναι σαν να μαγεύεσαι από τη συγγραφέα Λουίζα Μέι Αλκοτ και το κίνημα του αμερικανικού υπερβατισμού.

Το Orchard House όπου έγραψε το βιβλίο βρίσκεται απέναντι από το σπίτι του Ραλφ Oυάλντο Εμερσον και λίγο πιο πέρα από το σπίτι του Ουόλντεν Ποντ, όπου έζησε και εργάστηκε ο Χένρι Ντέιβιντ Θόρο. Προς την αντίθετη κατεύθυνση βρίσκεται το σπίτι του Ναθάνιελ Χόθορν, ενώ ο παππούς του Ραλφ Ουάλντο Εμερσον παρακολουθούσε από το παράθυρό του τις μάχες που δίνονταν στο North Bridge, στην Αμερικανική Επανάσταση.

Αυτός λοιπόν είναι ο τόπος όπου γεννήθηκε η ιδέα των Ηνωμένων Πολιτειών, η αμερικανική δημοκρατία, αλλά και τόπος αυτής της γόνιμης φαντασίας που είχαμε τώρα τη δυνατότητα να αναπαραγάγουμε στην ταινία.

Οταν είσαι εκεί, νιώθεις την ατμόσφαιρα της εποχής εκείνης. Μάλιστα κάναμε πρόβες εκεί για δύο εβδομάδες ενώ επισκεφθήκαμε τα διάφορα μνημεία, το σπίτι της Λουίζα Μέι Αλκοτ, τον τάφο της στο νεκροταφείο Sleepy Hollow, όπου ακόμα ακουμπούν πένες, ειδικά τα κορίτσια που θέλουν να γίνουν συγγραφείς. Νιώθω έναν πνευματικό σύνδεσμο με την Αλκοτ. Είμαι τώρα 36 χρόνων, ίδια ηλικία με την Αλκοτ όταν δημοσίευσε το μυθιστόρημα. Κι όχι μόνο κάθισα στο γραφείο της! Το σπίτι που χτίσαμε για τα γυρίσματα ήταν αντίγραφο του σπιτιού της! Ο ιδιοφυής σκηνογράφος μας, ο Τζες Γκόντσορ, το αντέγραψε σε όλες τις λεπτομέρειες, ακόμα και στο χρώμα.

Διάβασε όλη τη συνέντευξη ΕΔΩ!

18 Ιαν 2020

Ο Αμερικανός σκηνοθέτης και σεναριογράφος Κουέντιν Ταραντίνο αποκάλυψε ποιος είναι ο αγαπημένος του νέος ηθοποιός που εργάζεται σήμερα στο Χόλιγουντ.

Ο Κουέντιν Ταραντίνο στη διάρκεια συνέντευξης στην podcast εκπομπή The Rewatchables μίλησε με θετικά σχόλια για την ταινία του 2010 “ Unstoppable” και για την ερμηνεία ενός από τους πρωταγωνιστές.

“ Νομίζω ότι ένα από τα συναρπαστικά στοιχεία της ταινίας είναι ο Κρις Πάιν, είμαι μεγάλος θαυμαστής του” ανέφερε ο σκηνοθέτης.

Στο θρίλερ δράσης σε σκηνοθεσία Τόνι Σκοτ ο Κρις Πάιν συμπρωταγωνιστεί με τον Ντένζελ Ουάσινγκτον.

“ Για μένα από τους ηθοποιούς της ηλικίας του, από την ομάδα, τη γενιά αυτή, είναι ο αγαπημένος” πρόσθεσε ο Κουέντιν Ταραντίνο.

Ο Κρις Πάιν έγινε γνωστός από τον ρόλο του ως Τζέιμς Τ. Κερκ στην κινηματογραφική σειρά "Star Trek”. Όμως ο Ταραντίνο τον ξεχώρισε στην ταινία “ Unstoppable”.

Ειλικρινά,για να πω την αλήθεια, ήταν καλός σε άλλες ταινίες, αλλά όχι τόσο όσο στη συγκεκριμένη, ανέφερε.

Ο Κρις Πάιν δεν έχει πρωταγωνιστήσει σε ταινία του Ταραντίνο, αλλά φαίνεται πως αυτό θα αλλάξει, αν ο χρόνος, ο τόπος και η ιστορία το επιτρέψουν.

“ Είμαι ο μεγαλύτερος θαυμαστής του” είπε ο Κουέντιν Ταραντίνο. “ Οπότε αν έχω τον κατάλληλο ρόλο, θα ήθελα να τον ερμηνεύσει” σημείωσε.

Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ

6 Οκτ 2019

Μετά την ταινία «Once Upon a Time in Hollywood» ο σκηνοθέτης, Κουέντιν Ταραντίνο υπονόησε ότι το επόμενο μεγάλο πρότζεκτ του δεν θα προβληθεί στην κινηματογραφική οθόνη.

Σε συζήτηση με τον συνάδελφό του, Μάρτιν Σκορσέζε ο Κουέντιν Ταραντίνο αποκάλυψε ότι γράφει ένα μυθιστόρημα για έναν βετεράνο του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, ο οποίος απογοητεύεται από τον κινηματογράφο του Χόλιγουντ, όταν επιστρέφει από το μέτωπο.

1 Αυγ 2019

Olivia Wilde will direct and produce the thriller “Don’t Worry, Darling,” with her “Booksmart” partner Katie Silberman and “It” producer Roy Lee and Miri Yoon through Vertigo Entertainment.

The project is being described as “a psychological thriller for the Times Up era” and will center on a 1950s housewife whose reality begins to crack, revealing a disturbing truth underneath. Silberman is re-writing a script by the sibling writing team of Shane and Carey Van Dyke.

“Don’t Worry, Darling” has not been set up at a studio yet. Wilde recently became attached to direct and produce an untitled holiday comedy project for Universal Pictures with Silberman.

Wilde directed “Booksmart” in her helming debut from a script by Silberman and three other writers. The coming-of-age comedy has grossed $22 million domestically since its May 24 release by United Artists and has a 97% fresh rating on Rotten Tomatoes.

Wilde is currently in production on Clint Eastwood’s “The Ballad of Richard Jewell.” Silberman’s past projects include “Set It Up,” “Isn’t it Romantic” and the upcoming “Most Dangerous Game.”

Lee’s credits include both “It” movies, “The Ring,” “The Grudge,” the “Lego” movies and “The Departed.”

Wilde is represented by CAA, Untitled Entertainment and Ziffren Brittenham LLP. Silberman is represented by MXN Entertainment and Maymar Greenspan. The news was first reported by Deadline.

Variety.com

27 Ιουλ 2019






15 Ιουν 2019

Η διεύθυνση του Διεθνούς Κινηματογραφικού Φεστιβάλ της Βενετίας ανακοίνωσε σήμερα την απόφασή της να δώσει στον ισπανό σκηνοθέτη Πέδρο Αλμοδόβαρ τον Χρυσό Λέοντα για το σύνολο της καριέρας του με την ευκαιρία του 76ου φεστιβάλ που θα διεξαχθεί από τις 27 Αυγούστου έως τις 7 Σεπτεμβρίου.

"Ο Αλμοδόβαρ δεν είναι μόνο ο σημαντικότερος και με τη μεγαλύτερη επιρροή ισπανός σκηνοθέτης μετά τον Λουίς Μπουνιουέλ, αλλά είναι και αυτός που μπόρεσε να προσφέρει το πιο διαρθρωμένο, αμφιλεγόμενο και προκλητικό πορτραίτο της Ισπανίας στη μετά Φράνκο εποχή, δήλωσε σε ανακοίνωση του ο διευθυντής της Μόστρα της Βενετίας Αλμπέρτο Μπαρμπέρα.

Ο 69χρονος Αλμοδόβαρ υπογράφει μεγάλου μήκους ταινίες όπως "Γυναίκες στα πρόθυρα νευρικής κρίσης", "Όλα για τη Μητέρα μου", "Επιστρέφω", "Ψηλά Τακούνια".
Ardan Stories | Designed by Oddthemes | Distributed by Gooyaabi