Ο Σέλτον Τζάκσον "Σπάικ" Λι (Shelton Jackson "Spike" Lee, 20 Μαρτίου 1957) είναι Αμερικανός σκηνοθέτης, παραγωγός, συγγραφέας και ηθοποιός. Έκανε το σκηνοθετικό ντεμπούτο του με την ταινία She's Gotta Have It (1986) και αργότερα σκηνοθέτησε τις ταινίες Κάνε το σωστό (1989), Malcolm X (1992), The Original Kings of Comedy (2000), 25η ώρα (2002), Ο υποκινητής (2006) και Παρείσφρηση (2018).
Στις ταινίες του, ο Λι εξετάζει τις φυλετικές σχέσεις, τον ρατσισμό στην κοινότητα των μαύρων, το ρόλο των μέσων ενημέρωσης στη σύγχρονη ζωή, το έγκλημα στις πόλεις, τη φτώχεια και άλλα πολιτικά ζητήματα.
Ο Λι είχε πέντε υποψηφιότητες για βραβείο της αμερικανικής ακαδημίας, ένα φοιτητικό βραβείο και ένα τιμητικό βραβείο (το 2015). Επίσης έχει κερδίσει πολυάριθμα άλλα βραβεία, όπως δύο Emmy, ένα τιμητικό BAFTA, ένα τιμητικό Σεζάρ και το βραβείο Γκις το 2013.
She’s Gotta Have It”
Ο Spike Lee έγινε γνωστός στην αμερικανική κινηματογραφική σκηνή το 1986 με το “She’s Gotta Have It”, μια ταινία που έμεινε στην Ιστορία για την επαναστατική της απεικόνιση της γυναικείας σεξουαλικότητας.
Ο κεντρικός χαρακτήρας της ταινίας, η Nola Darling, αφού έβγαινε με τρεις άντρες και πειραματίστηκε με τη μονογαμία, συνειδητοποίησε τελικά ότι δε χρειάζεται κανέναν άντρα για να την κάνει ευτυχισμένη.
«Κάνε το Σωστό»
Τον Ιούνιο του 1989 και λίγο πριν την επίσημη πρεμιέρα στις αίθουσες, μερίδα κριτικών προέβλεπε ότι το αριστούργημα του Σπάικ Λι θα προκαλούσε σοβαρότατα επεισόδια, αν όχι να υποκινήσει μια ολόκληρη εξέγερση, εξαιτίας του θέματός του. Φυσικά τίποτα από αυτά δεν συνέβη και το «Κάνε το Σωστό» ξεκίνησε μια διαδρομή που το αναγόρευσε σε μια από τις πιο κλασικές και καίριες δημιουργίες του αμερικανικού σινεμά, διηγούμενο τις συνθήκες κάτω από τις οποίες μια πολυφυλετική συνοικία του Μπρούκλιν κατρακυλά στη βία κατά την διάρκεια μιας ασφυκτικά καυτής καλοκαιρινής μέρας.
Στο σημερινό κόσμο της ποπ κουλτούρας, που έχει σε μεγάλο βαθμό επηρεαστεί από τη γλώσσα, τη μουσική, την αισθητική και τις πολιτικές θέσεις του χιπ χοπ, δύσκολα θυμόμαστε ότι κάποτε η δύναμη αυτού του νεανικού κινήματος δεν είχε ακόμα γίνει αισθητή ούτε την είχαν συνειδητοποιήσει οι σκηνοθέτες (και η πολιτιστική βιομηχανία). Ταυτόχρονα, δεδομένου του υλιστικού, ρηχού ύφους που χαρακτηρίζει πλέον το εμπορικό χιπ χοπ και τη μουσική ραπ μερικές φορές θυμόμαστε με δυσκολία ότι αυτή η μουσική ήταν ριζοσπαστική, ανατρεπτική και περήφανα επαναστατική.
Αυτή η ταινία κοινωνική διαμαρτυρία του Spike Lee συλλαμβάνει θαυμάσια εκείνη τη στιγμή, όταν η ραπ ήταν γεμάτη οργή και συνείδηση.
Εξετάζει εντυπωσιακά τα ζητήματα του ρατσισμού, της φυλετικής περηφάνιας, της ταξικής πάλης, τις χαρές και τα προβλήματα της καθημερινής ζωής στην πόλη μέσα σε ένα παράδοξα φωτεινό, πολύχρωμο ενσταντανέ.
Η ταινία είναι εμπρηστική και διεισδυτική, μια ταινία που γεννήθηκε από το χιπ χοπ, όταν αυτό είχε κάτι να πει.
Ξεκινάει με τη μουσική -τη ρυθμική επίθεση και τις λεκτικές εκρήξεις— των παλαίμαχων ειδώλων του χιπ χοπ Public Enemy. Οι χαρακτήρες είναι ζωντανοί και οι διαπλεκόμενες καθημερινές ιστορίες τoυς διαφωτίζουν ευρύτερα κοινωνικοπολιτικά ζητήματα. Κεντρικό ρόλο παίζει ο Μούκι (Lee), ένας διανομέας πίτσας που γυρνά στη γειτονιά παραδίδοντας τις παραγγελίες. Η κάμερα κινείται παντού, καθώς εκείνη κινείται μέσα στην πόλη, Συναντάμε την απαιτητική φιλενάδα του, δύο δύστροπους αλλά αξιαγάπητους ηλικιωμένους (Ruby Dee και Ossie Davis) και τη νεολαία της γειτονιάς, την οποία εκπροσωπούν, μεταξύ άλλων, ο Ρέιντιο Ραχίμ (Bill Nunn) και ο Mπάγκιν Άουτ (Giancarlo Esposito). Γνωρίζουμε επίσης τον Ιταλό ιδιοκτήτη της πιτσαρίας, τον Σαλ (Danny Aiello), του οποίου η διφορούμενη στάση πρos τον μαύρο υπάλληλό του αντανακλάται στη συμπεριφορά του ρατσιστή γιου του Πίνο (John Turturro) και του λιγότερο προκατειλημμένου μικρού Βίτο (Richard Edson). Toυς χαρακτήρες πλαισιώνει ένας βλάσφημος και φαιδρός χoρός μεσήλικων και γέρων μαύρων, οι οποίοι προσφέρουν κωμική ανακούφιση με τα δηκτικά σχόλιά ious πάνω στα καθημερινά γεγονότα.
Καθώς προχωράει τo καλοκαίρι και η θερμοκρασία ανεβαίνει, τα ασήμαντα περιστατικά λαμβάνουν τεράστια σημασία. Οι σεξουαλικές και φυλετικές εντάσεις που κρύβονταν κάτω από τnv επιφάνεια τns καθημερινότητας εκρήγνυνται και η βία που ακολουθεί (βλέπουμε την αγριότητα της αστυνομίας και τη διάλυση μακροχρόνιων σχέσεων) είναι μια σαφής -μεταφορά τns κατάστασης των φυλετικών σχέσεων στην Αμερική του τέλους του 20ού αιώνα.
Τ
ο Κάνε το σωστό είναι αμφιλεγόμενη ταινία και πολλοί διαστρέβλωσαν το μήνυμά τns (υποστήριξαν ότι αποτελούσε κάλεσμα σε εξέγερση). Είναι μια αμετανόητα οργισμένη ταινία, γεμάτη εικόνες έρωτα και φιλίας μεταξύ μαύρων τόσο σπάνιες στον αμερικανικό κινηματογράφο. που γίνονται ριζοσπαστικές. Τα φωτεινά χρώματα κυριαρχούν στην οθόνη, οι γωνίες λήψης συχνά θυμίζουν το ύφος των κόμικς και εκφράζουν την ενέργεια τns ραπ.
Είναι μια από τις πιο επιδραστικές ταινίες στην ιστορία του κινηματογράφου όχι μόνο λόγω του χαρακτηριστικού ύφους της, αλλά και επειδή έδωσε στους σκηνοθέτες την άδεια να αντλούν από εμπειρίες του μέχρι τότε το Χόλιγουντ και ο περίφημος ανεξάρτητος κινηματογράφος τις αγνοούσαν ή τις διαστρέβλωναν.
Malcolm X
Όχι, ο Spike Lee δεν επέλεξε να γυρίσει σε ταινία τη ζωή του φιλειρηνικού Martin Luther King. Αντίθετα, αποφάσισε να φέρει στη μεγάλη οθόνη τα έργα και τις ημέρες του Malcolm X.
Σε μία ταινία που θα μπορούσε να είναι αλλά δεν είναι ούτε για ένα λεπτό ακαδημαϊκή, ο μόνιμος πρωταγωνιστής του (Denzel Washington) δίνει ένα ρεσιτάλ ερμηνείας, ζωντανεύοντας τη ζωή του μαχητικού ακτιβιστή των αφροαμερικανικών δικαιωμάτων.
Ένα παθιασμένο πολιτικό έπος με σπουδαίες ερμηνείες. Ο σημαντικότερος Αφρο-αμερικανός σκηνοθέτης Σπάικ Λι σκηνοθετεί τη ζωή και τη δράση του χαρισματικού μαύρου ηγέτη Malcom X, που ξεκίνησε ως μικροκακοποιός του Χάρλεμ, ασπάστηκε τον Ισλαμισμό μέσα στις φυλακές και στη συνέχεια, έγινε μια από τις πιο ριζοσπαστικές μορφές του αφροαμερικανικού κινήματος, ως τη στιγμή της δολοφονίας του, το 1965.
Το σενάριο βασίζεται στην αυτοβιογραφία του παγκοσμίου φήμης ριζοσπάστη και οραματιστή, που έμελλε να αλλάξει το κοινωνικοπολιτικό τοπίο της Αμερικής για πάντα
Γιατί πρέπει να τη δεις: Ένα Αφροαμερικανός σκηνοθέτης ασχολείται με έναν από τα μεγαλύτερα πρόσωπα της ιστορίας των μαύρων στην Αμερικανική ήπειρο. Ο Denzel Washington, σε μία από τις καλύτερες ερμηνείες της καριέρας του, βρέθηκε υποψήφιος για το Όσκαρ Καλύτερης Ανδρικής Ερμηνείας. Ο Spike Lee με την ταινία του αυτή απέδειξε ότι μία βιογραφία μπορεί να είναι επική και βαθιά πολιτική.
25η ώρα
Μεγάλη προσμονή υπήρχε για αυτή την ταινία του γνωστού και πάντα οργισμένου σκηνοθέτη Spike Lee.
Η ταινία καταπιάνεται με το τελευταίο 24ωρο του Montel (Edward Norton), ενός εμπόρου ναρκωτικών, ο οποίος έχει καταδικαστεί σε 7 χρόνια φυλάκιση και περνά το τελευταίο του βράδυ έξω, αφού το επόμενο πρωί πρέπει να παρουσιαστεί στη φυλακή. Αποφασίζει λοιπόν να περάσει την τελευταία του μέρα με τα άτομα που του στάθηκαν στη ζωή του. Τον πάτερα του, έναν πρώην αλκοολικό Ιρλανδο πυροσβέστη ο οποίος είναι ιδιοκτήτης μπαρ, τους δυο φίλους του, τον Jake, καθηγητή σε ένα λύκειο, και τον Frank, χρηματιστή, καθώς και την Naturelle, την λατινα κοπέλα του, η οποία παίζει και το μεγαλύτερο ρόλο στη ζωή του. Μέσα σε αυτό το 24ωρο o Montel θα περάσει πολλά, οι σχέσεις του με τον κύκλο του θα βρεθούν σε ένα τεντωμένο σχοινί, αφοί ο φόβος του για την επικείμενη φυλάκιση θα επηρεάσει τη συμπεριφορά του και θα έρθουν στο φως μεγάλες αλήθειες. Όλα αυτά ιδωμένα από τη γνωστή καυστική μάτια του Spike Lee ο οποίος βρίσκει την ευκαιρία να ασκήσει κριτική σε μια σωρια θεμάτων, από το ρατσισμό έως τη φιλία και την εμπιστοσύνη.
Ο κάθε ήρωας είναι ένα περίπλοκο μωσαϊκό συναισθηματων, ο καθένας με τις φοβίες και τις εμμονές του. Και μέσα σε αυτό το 24ωρο θα φτάσουν τελικά στην εξιλέωση τους.
Η ταινία είναι κυρίως διαλογική. Αλλά με διαλόγους που κόβουν σαν χειρουργική λεπίδα και που έχουν δέκα φορές τη δραματουργικη δύναμη μιας σκηνής με συμπλοκές συμμοριών. Φυσικά οι έπαινοι γι’ αυτό πάνε στο εξαιρετικό σενάριο που καταφέρνει να μην κάνει την ταινία βαρετή στο ελάχιστο, αλλά ξέρει πότε να την οδηγεί σε σπάνιες δραματουργικες κορυφώσεις. Ευτυχώς που υπάρχει ο κατάλληλος σκηνοθέτης για να καθοδηγήσει τα πάντα τελεία. Περιέχει εξαιρετικά ενδιαφερουσες σκηνές με αποκορύφωμα το μονόλογο του Montel μπροστά στον καθρέφτη στον οποίο περιέχονται μεγάλες αλήθειες για τη μοντέρνα μορφή της Νέας Υόρκης.
Ένα δριμύ «κατηγορώ» σε όλα τα είδη απληστίας, εκμεταλλευσης και αδιαφορίας. Πολύ καλή δουλειά έχει γίνει εκτός από τους ενδιαφεροντες δεύτερους χαρακτήρες στον πρωταγωνιστικο ρόλο του Edward Norton. Όλη η φρίκη της φυλακής φαίνεται από τη συναισθηματικη του οδύσσεια την οποία περνάει χωρίς να δούμε δευτερόλεπτο από φυλακές. Ειναι χαρακτηριστικος ο φόβος στο πρόσωπο του γιατί ακολουθούν 7 χρόνια στο χειρότερο μέρος του κόσμου και δεν μπορεί να κάνει τίποτα για να το αλλάξει. Δεν μπορούμε να τον θεωρήσουμε θύμα, απλά ένα ομορφόπαιδο που η οικογενειακή του κατάσταση τον ανάγκασε να γίνει μικρέμπορος μαριχουάνας στα πλουσιόπαιδα. Έκανε τα λάθη του και θα πληρώσει, κάτι που το αντιλαμβανεται και ο ίδιος.
Ιδανικός για αυτόν το ρόλο αποδεικνυεται ο Edward Norton, ένας από τη σημαντικοτερους ηθοποιούς της γενιάς του. Εκφράζει τέλεια τον άνθρωπο που ξέρει ότι η ζωή του χάνεται από τα λάθη του και από εκείνη την ήμερα και μετά η ζωή του δεν πρόκειται ποτέ ξανά να είναι η ίδια. Τρομερά ρεαλιστικός και βαθιά συγκινητικός πιάνει τέλεια το πνεύμα του Spike Lee. Σημαντικό ρόλο στη ζωή του παίζει ένα μεγάλο δίλημμα το οποίο δεν μπορώ να το αποκαλύψω, αλλά καταλαβαινεις ότι στο πρόσωπο του Norton βλέπεις κάποιον μπερδεμένο με όσα συμβαίνουν γύρω του. Σημαντικό είναι ότι οι άνθρωποι του τον στηρίζουν σε μια τόσο δύσκολη περίοδο.
Οι Philip Seymour Hoffman και Pepper κρατούν τους ρόλους των φίλων του και ανταπεξερχονται πολύ καλά. Το ότι ο Hoffman αποτελεί έναν θαυμάσιο καρατερίστα το ξέρουμε και το αποδεικνύει έμπρακτα σε αυτήν την ταινία. Αυτό που έχει τρομερό ενδιαφέρον είναι η εμμονή του και η σχέση με μια μαθήτρια του, την οποία ερμηνεύει σε ένα ρόλο έκπληξη η Anna Paquin, της οποίας η συμπεριφορά και κινήσεις της οδηγούν σε ένα και μόνο όνομα, Λολίτα. Το οι δυο τους διαφέρουν τόσο πολύ οπτικά και φαίνονται αταίριαστοι είναι αυτό που απογειώνει τις μεταξύ τους σκηνές.
Την παράσταση κλέβει ο Barry Pepper, ο οποίος είναι ένας πολύ ταλαντούχος ηθοποιός που ευτυχώς κατάφερε να ξεπεράσει το φιάσκο που ακούει στον όνομα Battlefield Earth - Πεδίο Μάχης : Γη. Όχι ότι ήταν δικό του το φταίξιμο γι’ αυτήν την αθλιότητα (κύριε Travolta!), αλλά δυστυχώς τον πήρε κι αυτόν η μπάλα. Ταιριάζει τέλεια στο ρόλο του άπληστου χρηματιστή, ο οποίος είναι κενός συναισθηματων αλλά αυτή η νύχτα θα τον αλλάξει ώστε να καταλάβει τι ακριβώς είναι και τι πραγματικά νιώθει για τους πολύ καλούς του φίλους. Τέλος πολύ καλή είναι και η Rosario Dawson στο ρόλο της κοπέλας του Montel, η οποία κατηγορείται από πολλούς για την κατάντια του, αλλά είναι κι αυτή πραγματικά θλιμμένη και η αγάπη της είναι πραγματική γι’ αυτόν.
Σε όλα αυτά βάλτε ένα πολύ αξιόλογο μοντάζ (μη φανταστείτε ακρότητες τύπου JFK, απλά λειτουργεί τέλεια στη ροή της ταινίας), μια καταπληκτική μουσική που στο πρώτο μισό είναι συμφωνική και στο δεύτερο μισό μοντέρνα “κλαμπατα” κομμάτια, και μια φωτογραφία λουκούμι που αναδεικνύει την πραγματική Νέα Υόρκη και έχετε ένα εκρηκτικό πακέτο.
Ο υποκινητής (2006)
Πανικός έχει ξεσπάσει στην πολυσύχναστη Νεουρκέζικη γωνία, όπου στεγάζεται η τράπεζα Manhattan Trust, από την στιγμή που οι αστυνομικές αρχές πληροφορήθηκαν, πως το εσωτερικό της έχει καταλάβει μια ομάδα μασκοφόρων, που κρατά ομήρους περισσότερους από 30 αθώους πολίτες. Βασικός σκοπός του διαπραγματευτή Κιθ Φρέιζερ, είναι να έλθει σε επαφή με τους καταληψίες και να μάθει τις απαιτήσεις τους. Σύντομα όμως ο έμπειρος – όπως φιλόδοξος αλλά και αδικημένος - αστυνομικός θα αντιληφθεί συνομιλώντας με τον ιθύνοντα νου της ληστείας πως η περίπτωση δεν είναι τόσο απλοϊκή όσο δείχνει. Και πως πίσω από τις τυπικές απαιτήσεις των ληστών, κρύβεται ένα καλά θαμμένο μυστικό, που πρέπει να αποκαλύψει.
Τρία είναι τα στοιχεία που μπορούν να χαρακτηρίσουν σαν πετυχημένη η μη, μια ταινία που χρησιμοποιεί σαν σημείο αναφοράς της μια ληστεία και που σαν είδος έχει επικρατήσει με την ξενόφερτη ονομασία Heist. Η μέθοδος με την οποία οι ληστές διαπράττουν το έγκλημα, ο ρυθμός, που πρέπει σε όλη την διάρκεια του φιλμ να είναι ζωντανός και ο επίλογος που απαιτείται να είναι τουλάχιστον ευρηματικός. Και στα τρία αυτά χαρακτηριστικά του το Inside man, τα πηγαίνει περίφημα, μάλιστα θα έλεγα ανταποκρίνεται σε υψηλότερα στάνταρντς από τα αναμενόμενα, ακόμη και στις στιγμές εκείνες που οι απορίες που προκαλούνται από τις αρκετές σεναριακές τρύπες, λειτουργούν με θετικό τρόπο, προκαλώντας στον θεατή μια ιδιόμορφη γοητεία. Όσο για το τέμπο του, είναι κυριολεκτικά σαρωτικό, άσχετα αν τα πρώτα 120 λεπτά κυλούν σαν νεράκι και το τελευταίο δεκάλεπτο φαντάζει αιώνας…
Στο μυαλό του ο Spike Lee, φτιάχνοντας το χαρμάνι από το καινούργιο του joint, πρέπει να είχε πάρα πολλά αντικείμενα που ήθελε να ασχοληθεί και να μοιραστεί με το κοινό του. Για ακόμη μια φορά – σε βαθμό σαφώς μικρότερο από το 25th Hour – γίνονται αντιληπτές οι συνέπειες των γεγονότων της 11ης του Σεπτέμβρη, μέσω των οποίων η Αμερική αποφάσισε να επαναπροσδιορίσει την παρουσία της στον παγκόσμιο χάρτη. Τα πιο χιουμοριστικά νοήματα βγαίνουν μέσα από αυτή την - περισσότερο τεχνητή θεωρώ εγώ – ασχετοσύνη, που θέλουν να προβάλλουν προς τα έξω οι Αμερικανοί, δείχνοντας άλλοτε να μην εντοπίζουν διαφορές ανάμεσα στις λέξεις Αρμενία και Αλβανία ή μην δείχνοντας σεβασμό σε κάποιες θρησκευτικές ιδιομορφίες. Ο Lee δημιουργεί ένα καλογραμμένο εναλλακτικό Ocean`s 11, αλλά είναι σαφές πως δεν είναι αυτός ο κύριος σκοπός του. Κρατώντας σαν φυσικό του σκηνικό την πολυαγαπημένη του Νέα Υόρκη, ρίχνει στην μάχη τους έμπειρους πρωταγωνιστές του, που αποδεικνύονται και πολύ καλά μελετημένοι.
Ο Denzel Washington, παίζει τον ρόλο του αδιάφθορου και κολλημένου στον τοίχο διαπραγματευτή, που μικρός στο δωμάτιο του είχε σίγουρα κολλημένη την αφίσα του Serpico. Στην αντιδιαστολή ο με λένε Owen, Clive Owen, ως ηγέτης των καταληψιών μοιάζει να έχει διαβάσει εκατοντάδες φορές, το θέμα του Dog Day Afternoon, ώστε τίποτα απολύτως να μην του πάει στραβά στην πορεία. Όσο για την συμπαθέστατη Jodie Foster, που μέσα από τα πανάκριβα και κομψά της ταγιέρ καταφέρνει να διώξει το φάντασμα της ατημελησίας της Κλαρίσας Στάρλινγκ, εμφανίζεται σε έναν ρόλο κλειδί στην υπόθεση, που όμως ταυτόχρονα δημιουργεί και τις περισσότερες απορίες για την ύπαρξη της.
Ο Lee, μέσα σε μια διαδρομή είκοσι ακριβώς χρόνων – από το βραβευμένο She’s Gotta have It – έχει καταφέρει να αποδείξει έναν και μόνο πράγμα καλλιτεχνικά. Πως όσο και να είναι αξιόλογος δημιουργικά, σε κάθε περίπτωση θα μπορούσε να είναι και καλύτερος. Γεγονός που παρατηρείται δίχως άλλο και στο Inside Man, εκτός και κάποιος την δει ως μια απλούστατη ταινία γύρω από μια κλοπή και δεν θελήσει να επεκταθεί περισσότερο στα νοήματα της. Για να μπορέσει όμως το οποιοδήποτε πόνημα του να το αγαπήσει και ο υπόλοιπος – εκτός ΗΠΑ - κόσμος θα πρέπει και αυτός να αντιληφθεί πως τα σύνορα της γης δεν περιορίζονται από τον ποταμό Χάτσον, σε ένα μικρό νησάκι με το όνομα Μανχάταν…
Παρείσφρηση (2018)
Ένας από τους βασικούς λόγους που η Παρείσφρηση (Μεγάλο Βραβείο της κριτικής επιτροπής στο Φεστιβάλ Καννών του 2018) σηματοδοτεί μια μικρή ανάσταση στη στριμωγμένη και μάλλον κουρασμένη φιλμογραφία του Σπάικ Λι είναι η γεμάτη αυτοπεποίθηση, εγκρατής ερμηνεία του νεοφερμένου Τζον Ντέιβιντ Ουόσινγκτον στην εμπρηστική ιστορία του πρωταγωνιστή του Ρον Στάλγουορθ, του πρώτου αστυνομικού αφρικανικής καταγωγής στο πάλλευκο τμήμα του Κολοράντο Σπρινγκς, ο οποίος κατάφερε να διεισδύσει στην καρδιά της υπερ-ρατσιστικής οργάνωσης Κου Κλουξ Κλαν. Το γεγονός είναι αληθινό, συνέβη στα τέλη της δεκαετίας του '70 και δεν χρειάζεται να προσπαθήσουμε πολύ για να φανταστούμε πόσο εμπρηστική, έως διδακτική, θα μπορούσε να έχει γίνει η ταινία, καθώς ο Λι άδραξε την ευκαιρία να τη μεταφέρει στο σινεμά, ορμώμενος από τα περσινά γεγονότα στο Σάρλοτσβιλ στη Βιρτζίνια με την τραγική έκβαση.
Όπως ο πατέρας του, ο Ντενζέλ Ουόσινγκτον του ασύγκριτου Malcolm X, ο Τζον Ντέιβιντ αφήνει ένα φυσικό cool να σκεπάσει, σαν ήσυχη δύναμη, τις συνήθεις οργισμένες κορώνες του Αμερικανού σκηνοθέτη και να τις εξισορροπήσει ευεργετικά. Επιπρόσθετα, το χιούμορ της υπόθεσης δεν φαντάζει καθόλου βεβιασμένο ή προσποιητό: όταν ένας μαύρος μπάτσος, που έχει περιοριστεί σε δουλειές γραφείου και αρχειακές ταξινομήσεις ρουτίνας, εφευρίσκει μόνος του μια σοβαρή υπόθεση παρανομίας, ποινικής και ηθικής, και την τρέχει με εξυπνάδα και πονηριά, βάζοντας έναν πρόθυμο συνάδελφο, τον λευκό Φλιπ, να τον υποκαθιστά στη φυσική παρείσφρηση στα άδυτα των κουκουλοφόρων ‒ ο Ρον διατηρούσε την πολύ συχνά σπαρταριστή τηλεφωνική επικοινωνία με τους υπευθύνους, κερδίζοντας μάλιστα με άνεση την εμπιστοσύνη της κεφαλής, του πολύ Ντέιβιντ Ντιουκ, έξοχα ερμηνευμένου από τον Τόφερ Γκρέις.
Δύο από τις ενδιαφέρουσες παραμέτρους στους βασικούς χαρακτήρες είναι η Πατρίς Ντουμάς (Λόρα Χάριερ), η όμορφη νέα φοιτήτρια που υποδέχεται με παιάνες τον πρώην «Μαύρο Πάνθηρα» και νυν ομιλητή/αγκιτάτορα Κουάμε Τουρέ στην πόλη και ερωτεύεται τον Ρον, χωρίς να γνωρίζει από την αρχή την ιδιότητά του ‒ γιατί αλλιώς ούτε που θα τον πλησίαζε. Ο άλλος είναι ο Φλιπ, ο συνάδελφος και παρτενέρ του Ρον στην επικίνδυνη, ασυνήθιστη αποστολή, ο οποίος είναι Εβραίος και σταδιακά ξυπνά από τον λήθαργο του πολιτιστικού αγνωστικισμού του. Ως ενοχλητικοί καταλύτες διαφορετικών ταχυτήτων, αμφότεροι επιτείνουν το δραστικό κέντρισμα στις συνειδήσεις των θεατών από τον Λι.
Από το ξεκίνημα κιόλας, με τα πλάνα από το Όσα παίρνει ο άνεμος και την ανατριχιαστικά καλλιγραφική ρητορική του εντεταλμένου προπαγανδιστή Άλεκ Μπόλντουιν, αλλά και αργότερα, όταν μέλη της ΚΚΚ παρακολουθούν με ικανοποίηση το ευαγγέλιο του λευκής υπεροχής Η γέννηση ενός έθνους, ο Λι δείχνει καθαρά τις ακονισμένες προθέσεις του.
Όχι, ο θυμωμένος κινηματογραφιστής του Κάνε το σωστό και του εμβληματικού ντοκιμαντέρ 4 Little Girls δεν άλλαξε μυαλά και ταμπεραμέντο, Απλώς, έχει μια εντυπωσιακή ιστορία στα χέρια του και την ολοκληρώνει με μπρίο, επιδεξιότητα και αποτελεσματικότητα, χωρίς να παραλείψει να ενεργοποιήσει όλους τους συναγερμούς στη διαδρομή, με αποκορύφωμα τη σύνδεση με την επικαιρότητα, στην αυλαία. Στο μεταξύ, δεν αναλώνεται σε μεταμοντέρνα τερτίπια ή σε μια ρεβιζιονιστική οπτική, όπως το Τζάνγκο, ο Δραπέτης του Κουέντιν Ταραντίνο, αφήνοντας τον διάλογο με το πρότερο έργο του να μιλήσει υπέρ της ταινίας του
Da 5 Bloods
H ταινία Da 5 Bloods του Spike Lee έχει να κάνει με μια ομάδα τεσσάρων βετεράνων
Αφροαμερικανών στρατιωτών που επιστρέφουν στο Βιετνάμ στην προσπάθειά τους να αντιμετωπίσουν τα ψυχικά τους τραύματα και να κλείσουν μια και καλή τους λογαριασμούς τους με το μέρος, αναζητώντας το πτώμα του αρχηγού της ομάδας τους αλλά και το ενδεχόμενο ύπαρξης ενός θαμμένου θησαυρού.
Επιτέλους λοιπόν έχουμε για τα καλά την επιστροφή του Spike Lee στο σινεμά που τον καθιέρωσε και έδωσε ένα δικό του ιδιαίτερο στυλ, μετά και το Blackkklansman που άφησε εξαιρετικές εντυπώσεις.
Όποιος γνωρίζει έστω και λίγο το παλιό καλό σινεμά του Spike Lee, αναμφίβολα ξέρει τι περιμένει να δεί από τον Da 5 Bloods. Έχει αποδείξει ότι ξέρει να καταπλήσσει και τους πιο φανατικούς θαυμαστές του και συνδυάζει σινεμά ποιοτικό και διασκεδαστικό ταυτόχρονα και πραγματικά αυτό κάνει και τώρα με μια ταινία επίκαιρη και (έμμεση ή άμεση) κατακραυγή στον ρατσισμό.
Ξαναγίνεται ουσιαστικός και προσφέροντας άφθονο χαβαλε στήνει ένα σινεφιλικο πανηγύρι στην μεγάλη οθόνη και μεταξύ σοβαρού και αστείου μας δίνει μια ακόμα δυνατή ταινία για τον ρατσισμό, χωρίς να έχει κλισέ και στερεότυπα άλλων προσπαθειών.
Δεν μασάει τα λόγια του και έμμεσα κάνει και κοινωνική κριτική, ωστόσο θα ήταν άδικο στο να σταθούμε στο γεγονός αυτό. Όπως και σε όλες σχεδόν τις ταινίες του, έχουμε και εδώ χαρακτήρες οι οποίοι θέλουν δικαίωση, χωρίς να το τραβάει στα άκρα.
Πιστός στα τρικ του και τα σήματα κατατεθέν του, με γκρο πλάν, απότομη αλλαγή εικόνων, ιδιαίτερο χιούμορ και το κυριότερο εξαιρετικούς διαλόγους ο Spike Lee είναι και πάλι εδώ, επιστρέφοντας δυναμικά με πολύ ωραίο τρόπο.
Φημίζεται για το εξαιρετικά κοφτερό του μυαλό και εκτός από το πρωτότυπο του σενάριο εφευρίσκει και διαλόγους για να κρατήσει μια ταινία που κρατάει 2,5 ώρες, αν και εδώ σε λίγα σημεία τραβάει σε διάρκεια.
Το Da 5 Bloods έρχεται έτσι αθόρυβα να αποτελέσει μια ακόμα αξιόλογη ταινία. Είναι πραγματικά τόσο απλό να κάνεις μια δυνατή ταινία, η οποία είναι αυθεντική και δεν θέλει απλά να σε… οδηγήσει κάπου, με την συγκεκριμένη να βάζει τα γυαλιά σε αρκετές πολυδιαφημισμένες.
Φαινομενικά μπορεί να δείχνει αβανταδόρικο θέμα και σε κάποια σημεία πάει να χρησιμοποιήσει κάποια κλισέ, αλλά εντέλει μόνο τέτοιο δεν είναι και όσο προχωράει τόσο περισσότερο σε κερδίζει.
Πραγματικά αποδεικνύεται ότι σε πολλές ταινίες δεν χρειάζονται φανφάρες απλά να δίνεις την δική σου ταυτότητα, με το Da 5 Bloods να καταφέρνει (παρά τους αργούς ρυθμούς ανά σημεία) πολλά πράγματα μέσα από τις εικόνες και τις ερμηνείες.
Η ταινία Da 5 Bloods εστιάζει στον άνθρωπο και τα προβλήματα του, χωρίς μεμψιμοιρίες και σκεπτικισμό, ενώ το σημαντικότερο είναι πως το κάνει με περιορισμένα κλισέ και δίνει μια άλλη οπτική σε θέματα που είναι αν μη τι άλλο πολύ σημαντικά.
To Da 5 Bloods είναι μια προσεγμένη και απλή παραγωγή και γενικότερα υπάρχει μεγάλο ενδιαφέρον στον τρόπο που κυλάει στο σύνολο της η ταινία, ενώ όσο περνάει η ώρα εξελίσσεται με έναν ιδιαίτερο τρόπο.
Καταρχήν, με βάση την θεματολογία της ταινίας και το γενικότερο στόρι με βάση και τα μηνύματα που θέλει να περάσει, θα ήταν πολύ εύκολο να επιλέξει τον εύκολο δρόμο, ωστόσο (με μερικά ψεγάδια) δίνει μια διαφορετική ματιά.
Η απεικόνιση των καταστάσεων και χώρων είναι πολύ καλή (με τα πλάνα στην φύση να είναι έξοχα σκηνπθετημένα), ενώ γίνεται παροιμιώδης οικονομία χρονου, με την ταινία να εστιάζει πάνω απ’ όλα στον άνθρωπο.
Υπάρχουν μερικές πολύ ενδιαφέρουσες πινελιές στους χαρακτήρες και κυρίως βέβαια στην πρωταγωνίστρια, πολυποίκιλες αναφορές σε θέματα ευρύτερης προσέγγισης και γενικότερα μια αντισυμβατική σκηνοθεσία που σε κάνει να ταυτίζεσαι με όσα γίνονται.
Η ταινία Da 5 Bloods ούτε προκαλεί, ούτε προβοκάρει όπως μπορεί να έκανε κάποια αντίστοιχη, ενώ δεν έχει και πολλές ενδιαφέρουσες καταστάσεις και κάτι το οποίο πάντα σε αφήνει με το στόμα ανοιχτό, τα οποία φυσικά δεν θα αποκαλύψουμε.
Ακόμα και σε μερικές λίγες σκηνές που μοιάζει στατική (δεν επηρεάζουν το τελικό αποτέλεσμα) είναι πρωτότυπη με τον τρόπο της, ενδιαφέρουσα και μάλιστα προσφέρει κάτι στον θεατή χωρίς να είναι δήθεν, αλλά αντίθετα είναι ωραία δομημένη και φτιαγμένη.
To Da 5 Bloods είναι μια προσεγμένη και απλή παραγωγή και γενικότερα υπάρχει μεγάλο ενδιαφέρον στον τρόπο που κυλάει στο σύνολο της η ταινία, ενώ όσο περνάει η ώρα εξελίσσεται με έναν ιδιαίτερο τρόπο.
Συνοψίζοντας, μιλάμε σίγουρα για μια αξιοπρόσεκτη ταινία, η οποία μπορεί να είχε να δώσει λίγα πραγματάκια ακόμα, αλλά κακά τα ψέματα είναι μια προσπάθεια που χρειαζόμαστε για να δώσει μια άλλη οπτική, χωρίς φανφάρες και κουραστικές αναλύσεις, μέσα από μια άκρως ενδιαφέρουσα ματιά.