Η παγκόσμια πρεμιέρα της ταινίας δόθηκε κατά τη διάρκεια του περασμένου φεστιβάλ Βερολίνου, όπου προβλήθηκε στο τμήμα Culinary Cinema. Η πανελλήνια πρεμιέρα της ταινίας έγινε στο πρόσφατο φεστιβάλ ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης, όπου και βραβεύτηκε από την FIPRESCI ως η καλύτερη ελληνική ταινία του φεστιβάλ.
Η υπόθεση: Σε ένα χωριό του θεσσαλικού κάμπου που αργοπεθαίνει, δύο ξαδέλφια και πέντε γυναίκες, αποφασίζουν να κάνουν μια νέα αρχή. Με λίγη βοήθεια από τη μουσική του Βάγκνερ που παίζουν στα χωράφια, και τις ιστορίες που διηγούνται για να πάρουν κουράγιο, επιχειρούν να διεισδύσουν στην παγκόσμια αγορά με τη βιολογική καλλιέργεια ενός παλιού σπόρου ντομάτας.
Η άποψή μας: Αν ήθελε κάποιος να περιγράψει αυτό το ντοκιμαντέρ της Οικονόμου με μία λέξη, θα χρησιμοποιούσε τη λέξη «απολαυστικό» κατά τη γνώμη μου. Η ταινία διαθέτει: έναν «τραβηχτικό» πρωταγωνιστή, πάρα πολύ ελκυστικούς χαρακτήρες, ένα ενδιαφέρον θέμα, που συνδυάζει το τοπικό με το παγκόσμιο και υψηλών ποιοτικών και αισθητικών στάνταρ κινηματογράφηση.
Όλα ξεκινούν και τελειώνουν με τον Αλέκο. Αν δεν υπήρχε αυτός ο άνθρωπος, δεν θα υπήρχε ο συνεταιρισμός, δεν θα μαζεύονταν όλες οι κυρίες του χωριού μαζί, δεν θα ετίθετο ποτέ το δίλημμα «Βάγκνερ ή δημοτικά», δεν θα υπήρχε ντοκιμαντέρ! Φορώντας σε μεγάλο διάστημα της ταινίες μπλουζάκια με τον Αστερίξ και τον Οβελίξ, μοιάζει λίγο με ατίθασος Γαλάτης, που αντιστέκεται στην Ρωμαϊκή κυριαρχία, η οποία έχε εξαπλωθεί ανά τον κόσμο.
Ο Αλέκος είχε ένα όνειρο. Ένα όνειρο που δεν είχε να κάνει με φράγκα, με γρήγορα αμάξια, με εντυπωσιακά σπίτια, με δίμετρες καλλονές. Ήθελε να δώσει ζωή στην ύπαιθρο. Να επιστρέψει στο χωριό του και να παλέψει εκεί. Να αποδείξει πως γίνεται να φτιάξεις κάτι τόσο όμορφο και συνάμα τόσο σπουδαίο, από την άποψη του ότι με μιας αντιμετωπίζει ταυτόχρονα την αποψίλωση της υπαίθρου, τον μαρασμό μιας κοινότητας, την αστυφιλία, γιατί όχι την ανεργία.
Η κάμερα της Οικονόμου κρατάει τις σωστές αποστάσεις. Γενικά, η προσέγγισή της είναι η πρέπουσα. Είναι παθιασμένη με το θέμα της, αλλά γνωρίζει πως η πολλή αγάπη μπορεί να οδηγήσει το όλον σε αποτυχία, μέσω της καρικατούρας. Οπότε, όλα καλά. Βλέπουμε τον Αλέκο με τον συνεργάτη του στο χωράφι. Τον βλέπουμε στο γραφείο του, να κάνει υπολογισμούς. Τον βλέπουμε μέσα στο μικρό του εργοστάσιο, μαζί με τις αξιαγάπητες εργάτριες, οι πιο πολλές από τις οποίες πλησιάζουν ή βρίσκονται στην τρίτη ηλικία. Τον βλέπουμε να δοκιμάζει μαζί με τις κυρίες συνταγές, για να επιλεχθεί η πιο νόστιμη, πχ γεμιστές ντομάτες σε κονσέρβα: πόσο ρύζι, πόσο μαντζουράνα, πόσο αλάτι, πόσο πιπέρι; Μήπως να βάλουμε και κινόα, μιας που είναι της μοδός; Και μέλι τυποποιεί στο εργοστάσιό του το «αφεντικό» κι άλλα προϊόντα – κυρίως όμως ασχολείται με την τυποποίηση της ντομάτας.
Και ναι, είναι πολύ όμορφο συναίσθημα να βλέπεις το αποτέλεσμα των κόπων σου να ταξιδεύει στην άλλη άκρη της γης και να εκτιμάται. Το ταξίδι στο Λονδίνο είναι αποκαλυπτικό – κι έχει και πλάκα: ναι, οι μεγάλες κυρίες, σαν τις μανάδες μας, σαν τις γιαγιάδες μας, βγαίνουν για πρώτη φορά εκτός Ελλάδας – ίσως κι εκτός του χωριού τους – και παθαίνουν πλάκα, αλλά και το διασκεδάζουν. Διασκεδάζουν κι εμάς όταν πχ χαιρετάνε με τον τρόπο που χαιρετά η βασίλισσα! Όλα όμως δεν είναι θετικά στο μικρό γαλατικό χωριό. Το κόστος παραγωγής είναι – εννοείται – πολύ ακριβότερο σε σχέση με τα πλήρως βιομηχανοποιημένα αντίστοιχα προϊόντα.
Η βιολογική αυτή καλλιέργεια, η «χειροποίητη» τυποποίηση (προσέξτε τη σκηνή με το πέρασμα των ετικετών) είναι ασύμφορη. Ο Αλέκος όμως δεν πτοείται. Συνεχίζει. Αγαπάει τις γυναίκες που δουλεύουν μαζί του. Και μιλάει περί πολιτικής, φιλοσοφίας και οικονομίας με έναν «γραμματιζούμενο» συγχωριανό του. Του αρέσει να διαβάζει (συμβολικές) ιστορίες στις εργάτριες, όπως εκείνη με τη Λουλουδένια. Η επίσκεψη του γαλλικού σχολείου στην περιοχή κινητοποιεί ακόμα περισσότερο το χωριό: πόσα πολλά μπορείς να κερδίσεις από τέτοιες προσπάθειες; Η συγκίνηση των μεγάλης ηλικίας γυναικών για το γεγονός ότι νεαρά παιδιά επισκέπτονται το χωριό τους είναι εμφανής. Μαθαίνουμε την ιστορία του σχολείου.
Η υπόθεση: Σε ένα χωριό του θεσσαλικού κάμπου που αργοπεθαίνει, δύο ξαδέλφια και πέντε γυναίκες, αποφασίζουν να κάνουν μια νέα αρχή. Με λίγη βοήθεια από τη μουσική του Βάγκνερ που παίζουν στα χωράφια, και τις ιστορίες που διηγούνται για να πάρουν κουράγιο, επιχειρούν να διεισδύσουν στην παγκόσμια αγορά με τη βιολογική καλλιέργεια ενός παλιού σπόρου ντομάτας.
Η άποψή μας: Αν ήθελε κάποιος να περιγράψει αυτό το ντοκιμαντέρ της Οικονόμου με μία λέξη, θα χρησιμοποιούσε τη λέξη «απολαυστικό» κατά τη γνώμη μου. Η ταινία διαθέτει: έναν «τραβηχτικό» πρωταγωνιστή, πάρα πολύ ελκυστικούς χαρακτήρες, ένα ενδιαφέρον θέμα, που συνδυάζει το τοπικό με το παγκόσμιο και υψηλών ποιοτικών και αισθητικών στάνταρ κινηματογράφηση.
Όλα ξεκινούν και τελειώνουν με τον Αλέκο. Αν δεν υπήρχε αυτός ο άνθρωπος, δεν θα υπήρχε ο συνεταιρισμός, δεν θα μαζεύονταν όλες οι κυρίες του χωριού μαζί, δεν θα ετίθετο ποτέ το δίλημμα «Βάγκνερ ή δημοτικά», δεν θα υπήρχε ντοκιμαντέρ! Φορώντας σε μεγάλο διάστημα της ταινίες μπλουζάκια με τον Αστερίξ και τον Οβελίξ, μοιάζει λίγο με ατίθασος Γαλάτης, που αντιστέκεται στην Ρωμαϊκή κυριαρχία, η οποία έχε εξαπλωθεί ανά τον κόσμο.
Ο Αλέκος είχε ένα όνειρο. Ένα όνειρο που δεν είχε να κάνει με φράγκα, με γρήγορα αμάξια, με εντυπωσιακά σπίτια, με δίμετρες καλλονές. Ήθελε να δώσει ζωή στην ύπαιθρο. Να επιστρέψει στο χωριό του και να παλέψει εκεί. Να αποδείξει πως γίνεται να φτιάξεις κάτι τόσο όμορφο και συνάμα τόσο σπουδαίο, από την άποψη του ότι με μιας αντιμετωπίζει ταυτόχρονα την αποψίλωση της υπαίθρου, τον μαρασμό μιας κοινότητας, την αστυφιλία, γιατί όχι την ανεργία.
Η κάμερα της Οικονόμου κρατάει τις σωστές αποστάσεις. Γενικά, η προσέγγισή της είναι η πρέπουσα. Είναι παθιασμένη με το θέμα της, αλλά γνωρίζει πως η πολλή αγάπη μπορεί να οδηγήσει το όλον σε αποτυχία, μέσω της καρικατούρας. Οπότε, όλα καλά. Βλέπουμε τον Αλέκο με τον συνεργάτη του στο χωράφι. Τον βλέπουμε στο γραφείο του, να κάνει υπολογισμούς. Τον βλέπουμε μέσα στο μικρό του εργοστάσιο, μαζί με τις αξιαγάπητες εργάτριες, οι πιο πολλές από τις οποίες πλησιάζουν ή βρίσκονται στην τρίτη ηλικία. Τον βλέπουμε να δοκιμάζει μαζί με τις κυρίες συνταγές, για να επιλεχθεί η πιο νόστιμη, πχ γεμιστές ντομάτες σε κονσέρβα: πόσο ρύζι, πόσο μαντζουράνα, πόσο αλάτι, πόσο πιπέρι; Μήπως να βάλουμε και κινόα, μιας που είναι της μοδός; Και μέλι τυποποιεί στο εργοστάσιό του το «αφεντικό» κι άλλα προϊόντα – κυρίως όμως ασχολείται με την τυποποίηση της ντομάτας.
Και ναι, είναι πολύ όμορφο συναίσθημα να βλέπεις το αποτέλεσμα των κόπων σου να ταξιδεύει στην άλλη άκρη της γης και να εκτιμάται. Το ταξίδι στο Λονδίνο είναι αποκαλυπτικό – κι έχει και πλάκα: ναι, οι μεγάλες κυρίες, σαν τις μανάδες μας, σαν τις γιαγιάδες μας, βγαίνουν για πρώτη φορά εκτός Ελλάδας – ίσως κι εκτός του χωριού τους – και παθαίνουν πλάκα, αλλά και το διασκεδάζουν. Διασκεδάζουν κι εμάς όταν πχ χαιρετάνε με τον τρόπο που χαιρετά η βασίλισσα! Όλα όμως δεν είναι θετικά στο μικρό γαλατικό χωριό. Το κόστος παραγωγής είναι – εννοείται – πολύ ακριβότερο σε σχέση με τα πλήρως βιομηχανοποιημένα αντίστοιχα προϊόντα.
Η βιολογική αυτή καλλιέργεια, η «χειροποίητη» τυποποίηση (προσέξτε τη σκηνή με το πέρασμα των ετικετών) είναι ασύμφορη. Ο Αλέκος όμως δεν πτοείται. Συνεχίζει. Αγαπάει τις γυναίκες που δουλεύουν μαζί του. Και μιλάει περί πολιτικής, φιλοσοφίας και οικονομίας με έναν «γραμματιζούμενο» συγχωριανό του. Του αρέσει να διαβάζει (συμβολικές) ιστορίες στις εργάτριες, όπως εκείνη με τη Λουλουδένια. Η επίσκεψη του γαλλικού σχολείου στην περιοχή κινητοποιεί ακόμα περισσότερο το χωριό: πόσα πολλά μπορείς να κερδίσεις από τέτοιες προσπάθειες; Η συγκίνηση των μεγάλης ηλικίας γυναικών για το γεγονός ότι νεαρά παιδιά επισκέπτονται το χωριό τους είναι εμφανής. Μαθαίνουμε την ιστορία του σχολείου.
Δες όλη την κριτική ΕΔΩ