«Το πάρτι», ίσως η πιο αστεία ταινία που έγινε ποτέ

Author - Tags at
Η αλήθεια είναι ότι δεν είχα δει αυτό το αριστούργημα με το Θεό Πίτερ Σέλερς. Εκπληκτικό το άρθρο του newsbeast.gr που σας παραθέτω!Να το δείτε!

Ο Πίτερ Σέλερς τα κάνει γης Μαδιάμ, αυτός θα έπρεπε να είναι ο υπότιτλος της ανεπανάληπτης κωμωδίας που δεν είναι παρά ένα one-man-show του αστείρευτου Βρετανού ηθοποιού.

O μαέστρος της φάρσας εξάλλου, ο σκηνοθέτης Μπλέικ Έντουαρντς, είχε στα χέρια του ένα σενάριο μόλις 63 σελίδων, είχε όμως και τον Σέλερς στο πλευρό του, ο οποίος του γέμισε μια χαρά μισή ωρίτσα ακόμα με άπαιχτους αυτοσχεδιασμούς, φτάνοντας έτσι αυτά τα 99 λεπτά που ξεχείλιζαν γέλιο και πάλι γέλιο.

«Ο Πίτερ Σέλερς επιστρέφει ξανά στη δουλειά», χαιρέτισαν οι κριτικοί κινηματογράφου μετά την πρεμιέρα του φιλμ εκείνη τη σημαδιακή 4η Απριλίου 1968, μια μέρα που δεν ήταν σαν τις άλλες. Γιατί όσοι πήγαν να δουν την επίσημη πρώτη του «Πάρτι» έχασαν την είδηση που θα κλόνιζε τις ΗΠΑ, τη δολοφονία του Μάρτιν Λούθερ Κινγκ!

Κι έτσι ό,τι είχε να κάνει με την εμβληματική κωμωδία πέρασε αναγκαστικά στα «ψιλά» της ειδησεογραφίας, αφήνοντας μόνο τους κριτικούς να πανηγυρίζουν για τη μεγάλη επιστροφή του Σέλερς στους αξιομνημόνευτους ρόλους. Όχι ότι είχε φύγει ποτέ, απλώς οι τελευταίες του δουλειές τον είχαν απομακρύνει κάπως από τον τίτλο που του είχαν κολλήσει ως τον πιο αστείο κωμικό του σινεμά.

Ο Σέλερς που πήγε στο Χόλιγουντ ως το βαρύ πυροβολικό της βρετανικής κωμωδίας και δικαίωσε μια χαρά το όνομά του, τόσο με τον «Ροζ Πάνθηρα» (1963) όσο και με το «SOS: Πεντάγωνο καλεί Μόσχα» (1964), μόνο που οι επόμενες ταινίες του δεν ήταν τόσο καλές. Έφταιγε ίσως ότι του είχαν πει πως ήταν φυσικά αστείος και δεν χρειαζόταν να κάνει τίποτα άλλο; Έφταιγαν τα σενάρια; Την ώρα που όλοι αναρωτιόνταν λοιπόν αν ο «πολύς» Βρετανός είχε χάσει τη μαγεία του, ο Μπλέικ Έντουαρντς τον καλεί να γυρίσουν «Το πάρτι», στο οποίο ο προβληματισμένος με την κινηματογραφική απόδοσή του Σέλερς αποφασίζει να το δουλέψει πολύ.

Δεν θα βασιστεί απλώς στις γκριμάτσες και τις μιμήσεις του, αλλά θα πλάσει έναν χαρακτήρα από την αρχή. Ούτε κοστούμια θα αλλάξει ούτε την αγαπημένη του στολή του Βοναπάρτη θα φορέσει. Θα παίξει έναν άγαρμπο Iνδό κομπάρσο που θα σαμποτάρει άθελά του ένα πάρτι, με τη βοήθεια ενός μεθυσμένου σερβιτόρου και ενός ελέφαντα.

Ο Έντουαρντς ξεκινά την ταινία του σε χαμηλούς τόνους, με τους καλεσμένους να απολαμβάνουν το χαλαρό ποτάκι τους κάτω από τους ήχους της χαμηλής μουσικής και τον Σέλερς να κυνηγά το παπούτσι του στους καταρράκτες του σαλονιού. Πώς; Ναι, η τρέλα θα κλιμακωθεί προοδευτικά, καθώς για τα πρώτα 2/3 της ταινίας το φιλμ παραμένει επώδυνα κοντά στην πεζή πραγματικότητα της μεγαλοαστικής ψυχαγωγίας. Όταν ωστόσο το σαλόνι γεμίσει με σαπουνάδες και έναν ελέφαντα, το χάος δεν μπορεί πια να κρυφτεί!

Ο Πίτερ Σέλερς είναι εδώ μια κινούμενη καταστροφή, τον οποίο έδιωξαν από μια ταινία γιατί κατέστρεψε το ντεκόρ και θα καταστρέψει επίσης και τη βίλα του παραγωγού. Όχι επειδή το θέλει, κάθε άλλο, έτσι είναι όμως η φύση του, ένας αδέξιος γκαφατζής που σμπαραλιάζει τα πάντα στο πέρασμά του και μάλιστα εν αγνοία του.

Τι είναι όμως αυτό που κάνει το πάρτι αριστουργηματικό; Αν πρέπει να το πούμε, ο αυτοσχεδιαστικός καταιγισμός του κορυφαίου κωμικού, που μας δείχνει πόσους πολλούς άσους κρύβει στο μανίκι του γέλιου του. Ο Σέλερς σε κάνει να γελάς με κάθε πιθανό και απίθανο τρόπο και το κάνει μάλιστα χωρίς να μιλά.

Το «Πάρτι» θυμίζει πολύ βωβή ταινία, βωβή κωμωδία, καθώς το γέλιο δεν προκύπτει από το αλισβερίσι της πρόζας αλλά από αυτά τα σπαστικά γκαγκς του άγαρμπου πρωταγωνιστή της. Είναι οι δικές του εκφράσεις, οι δικές του κινήσεις που τροφοδοτούν ασταμάτητα τον καλοκουρδισμένο μηχανισμό γέλιου του φιλμ, αφήνοντας τους διαλόγους σε δεύτερο και τρίτο επίπεδο. Και είναι πράγματι ένας εμπνευσμένος και ανείπωτα ξεκαρδιστικός φόρος τιμής στη βωβή κωμωδία, έχοντας έναν πυρακτωμένο Σέλερς στο τιμόνι της.

Όπως μας έχει πει εξάλλου και ο Μπλέικ Έντουαρντς, είχε πάντα στα γυρίσματα μια δεύτερη κινηματογραφική μηχανή να γράφει διαρκώς, καθώς ο πρωταγωνιστής του ήταν ασίγαστος και πετούσε τη μια ιδέα πίσω την άλλη, κάνοντας αυτοσχεδιασμούς διαρκώς και με όλα. Οι κριτικοί δεν αγάπησαν βέβαια το γεγονός ότι ενσαρκώνει έναν Ινδό με στερεοτυπικό τρόπο, κάτι που χτύπησαν ή καυτηρίασαν όλοι σχεδόν στην εποχή του και μάλιστα από την πρώτη στιγμή. Έναν δουλοπρεπώς ευγενή άνθρωπο δηλαδή που μοιάζει τόσο ξένος στη Δύση και ακόμα περισσότερο στο χυδαίο και κακόγουστο Χόλιγουντ που θέλει να τον διώξει.

Μόνο που πρωτίστως ως ραδιοφωνικός ηθοποιός, ο Σέλερς ειδικευόταν στις «αστείες φωνές», όπως έλεγε, αυτά τα εθνικά ιδιώματα που έβγαζαν γέλιο όχι γιατί ήταν πραγματικά κωμικά, μα για τον τρόπο της προσωδίας του. Τον Ινδό γιατρό είχε ερμηνεύσει εξάλλου και στην «Εκατομμυριούχο» (1960), δίπλα στη Σοφία Λόρεν, και κανείς δεν διαμαρτυρήθηκε γι’ αυτό. Ακόμα και στους δύο «Ροζ Πάνθηρες» που προηγήθηκαν του «Πάρτι» τον είχε αναβιώσει μασκαρεμένος ως Επιθεωρητής Κλουζό.

Κι αν η στερεοτυπική ενσάρκωση του Ινδού ξένισε πολλούς ακόμα και τότε, όχι ακριβώς την πιο ευαίσθητη κοινωνικά περίοδο της ανθρωπότητας, αξίζει ίσως να του καταμαρτυρήσουμε πως ακόμα κι έτσι παραμένει ο πιο ανθρώπινος χαρακτήρας του φιλμ, ολότελα ξένος στον πλαστικό και φαντεζί παράδεισο του Χόλιγουντ που τον έβαλαν να δουλέψει και να διασκεδάσει.

Αυτό του το αναγνώρισε ο κορυφαίος αμερικανός κριτικός σινεμά Άντριου Σάρις, που έγραψε το 1968 μια από τις λίγες καλές κριτικές για την ταινία. Ναι, για το «Πάρτι», μια από τις καλύτερες κωμωδίες του κινηματογράφου! «Είναι αυτή η διάσταση μεταξύ της άσκοπης λεπτότητας του Σέλερς και της γενικής κακογουστιάς του περιβάλλοντός του που δίνει στην ταινία την ενέργειά της», παραδέχτηκε.

Αν ξεπεράσεις αυτό το «ρατσιστικό στερεότυπο», όπως παρατηρεί το British Film Institute, το «Πάρτι» παραμένει το καλύτερο πισωγύρισμα που έκανε το σύγχρονο σινεμά στο σλάπστικ της βωβής κωμωδίας, τις χοντροκομμένες φαρσοκωμωδίες καταστάσεων του βωβού με τις ξεκαρδιστικές υπερβολές και το στιλιζαρισμένο παίξιμο. Όσο για το πόσο προσβλητική βρήκαν οι Ινδοί την κωμική ενσάρκωσή τους από τον Σέλερς, φτάνει ίσως να καταθέσουμε πως μια από τις πλέον αγαπημένες ατάκες της πρωθυπουργού Ίντιρα Γκάντι βρήκε από το στόμα του Σέλερς στην ταινία (όταν τον ρώτησε κάποιος «ποιος νομίζεις ότι είσαι», ο Σέλερς απάντησε: «Στην Ινδία, δεν νομίζουμε ότι είμαστε, ξέρουμε ότι είμαστε!»).

Δεν είναι παραληρηματική κωμωδία, παραληρηματικός είναι μόνο ο πρωταγωνιστής της. Τον οποίο βρήκαν εξάλλου όλοι, ακόμα και όσοι δεν ενθουσιάστηκαν με το φιλμ, στην καλύτερη δυνατή του φόρμα. Και όλοι ξέρουμε τι μπορεί να κάνει ένας Πίτερ Σέλερς σε φόρμα! Τέτοια φόρμα που άφησε τον Μπλέικ Έντουαρντς να τον κινηματογραφεί για ώρες και ώρες, χωρίς πρόγραμμα γυρισμάτων ή σενάριο στα χέρια του, για να δει τι θα γίνει. Αυτό που έγινε είναι μια από τις διασκεδαστικότερες ταινίες του κινηματογράφου, αλλά και μια παραγωγή που μόνο τότε και από κείνους συγκεκριμένα τους δημιουργούς μπορούσε να γίνει.

Προσθέστε εδώ και την εξίσου αμίμητη μουσική του μόνιμου συνεργάτη του Έντουαρντς, Χένρι Μαντσίνι, αλλά και τις σκηνές του μεθυσμένου γκαρσονιού (που ερμηνεύει ένας γνωστός στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού τηλεοπτικός ηθοποιός) και έχετε έναν σωστό θρίαμβο του υποκριτικού αυτοσχεδιασμού. Εκεί που τα λόγια περιττεύουν δηλαδή, γι’ αυτό και στις πιο αστείες στιγμές του φιλμ απουσιάζουν ολότελα.

Δικαίως ο σκηνοθέτης του το θεωρούσε πάντα «ένα από τα πιο ριζοσπαστικά πειραματικά φιλμ στην ιστορία του Χόλιγουντ», όπως μας λένε οι βιογράφοι του (Peter Lehman και William Luhr), καθώς ο Έντουαρντς κρατήθηκε ηθελημένα σε δεύτερο πλάνο, αφήνοντας τον πρωταγωνιστή του να ξεδιπλώσει αυτό που είχε με τα καντάρια: το κωμικό του ταλέντο. Και ο Σέλερς γέμισε την οθόνη απ’ άκρη σ’ άκρη, στριμώχνοντας τη φρενήρη δραστηριότητά του σε 99 λεπτά και αφήνοντάς σε να μην ξέρεις πού να πρωτοεστιάσεις.

Γιατί να το δεις: Γιατί να το ξαναδείς δηλαδή, μιας και λίγοι είναι προφανώς αυτοί που δεν έχουν γελάσει μέχρι δακρύων με «Το πάρτι». Γιατί είναι μια κωμωδία που τσακίζει κόκαλα (από το τράνταγμα του γέλιου προφανώς), μια αριστουργηματική ταινία που στέκει σήμερα στο βάθρο της. Μην έχοντας χάσει τίποτα όμως από τη δύναμή της, αυτό το παραλήρημα αυτοσχεδιασμού που δύσκολα θα ξαναδούμε στην έβδομη τέχνη.

«Το πάρτι» θα άφηνε εποχή, απλώς και μόνο γιατί ο αθέλητος πρωταγωνιστής του δεν άφησε τίποτα όρθιο…



newsbeast
Δημοσίευση σχολίου
Comment without Hesitation!

Back to Top