Ο Φρανκ Σίραν, βετεράνος του Β' Παγκοσμίου πολέμου, είναι ένας αρχικά απατεώνας, μετέπειτα συνεργάτης και εκτελεστής που συνεργάζεται με τη μαφία. Εν συνεχεία γνωρίζεται με τον διεφθαρμένο συνδικαλιστή Τζίμι Χόφα, με τον οποίο εισέρχονται στα άδυτα του οργανωμένου εγκλήματος και ό,τι αυτό περικλείει. Ο Χόφα, παραμένει ένα απ' τα άλυτα μυστήρια της νεότερης Αμερικάνικης ιστορίας, με την εξαφάνισή του ν' αποτελεί αίνιγμα.
Ο Scorcese εδώ βάζει μαζί τους Robert De Niro, Al Pacino και Joe Pesci, σε μια προσπάθεια να ζωντανέψει το παρελθόν σε μια ώριμη πλέον ματιά, που καθορίζεται απ' τη δεινή σκηνοθετική ικανότητα ενός άριστου δημιουργού και τις ερμηνείες τριών πολύ μεγάλων ηθοποιών, για τελευταία φορά μαζί, σε ένα γκανγκστερικό έπος παλαιάς κοπής. Το Netflix στήριξε την προσπάθεια του Scorcese στο να χρηματοδοτήσει την ταινία του, ενώ ο δημιουργός είχε πλήρη καλλιτεχνική ελευθερία πάνω στο έργο του, πράγμα εμφανές εδώ, χωρίς περιορισμούς, υλοποιώντας το όραμά του απ'την αρχή μέχρι το τέλος.
Το κυρίως θέμα, αφορά τις αναμνήσεις του εκτελεστή και συνεργάτη του οργανωμένου εγκλήματος Φρανκ Σίραν, καθώς και τη συνεργασία του με τον ισχυρό συνδικαλιστή Τζίμι Χόφα, που εξαφανίστηκε μυστηριωδώς. Η κάμερα του Scorcese εισχωρεί στα εσωτερικά του οργανωμένου εγκλήματος, τις διασυνδέσεις με μεγάλους πολιτικούς της εποχής, ενώ το στόρι διανύει δεκαετίες, μέχρι να φτάσει στην τελική του κατάληξη, καταγράφοντας παράλληλα με τους ήρωες, σημαντικές στιγμές μεγάλης ιστορικής σημασίας και παγκόσμια γεγονότα, που καθόρισαν τις κοινωνικοπολιτικές ανακατατάξεις.
Τα γεγονότα αυτά, εξελίσσονται παράλληλα με τις εσωτερικές αλλαγές των ηρώων, με έναν τρόπο στωικό και ευφυή σε μοντάζ και σκηνοθεσία, με τεχνική που μόνο δημιουργοί όπως ο Scorcese μπορούν να κατέχουν, κρατώντας το ενδιαφέρον συνεχές, για τρεισίμισι ολόκληρες ώρες, χωρίς να κουράζει. Αλήθεια είναι, πως το “Irishman” δεν είναι εντελώς αψεγάδιαστο, καθώς υπάρχουν σημεία που ήθελαν λίγο παραπάνω ανάπτυξη και οι σχέσεις των τριών κεντρικών ηρώων, χρειάζονταν λίγο παραπάνω ζουμί και σύγκρουση μεταξύ τους, ώστε η πλοκή να γίνει λίγο περισσότερο ενδιαφέρουσα, καθώς σε σημεία φλατάρει αρκετά και δεν πάει παρακάτω.
Όλα αυτά ωστόσο, δεν μειώνουν το γεγονός, πως το “Irishman” είναι μια εξαιρετική ταινία, μια δημιουργία πλήρους ωρίμανσης του μπαμπά της, περιγράφοντας με τρόπο μίνιμαλ και straight, την άνοδο και την πτώση, την άγνοια της φθοράς, μιας φθοράς αναπόφευκτης και του χρόνου, το χρόνου που στην πορεία του είναι αμείλικτος. Ο χρόνος που στο πέρας του ανταμείβει ανάλογα με το προσωπικό κάρμα και χρέος, δίχως να χαρίζεται, δίχως να ενδιαφέρεται, στέκεται πάντα εκεί, αδέκαστος κριτής που απονέμει δικαιοσύνη, σε αντίθεση με την πλήρη διαφθορά του Φρανκ Σίραν και του Τζίμι Χόφα, δύο όψεις του ίδιου νομίσματος, αγνοώντας και οι δύο αυτή την αρχέγονη λειτουργία απονομής δικαιοσύνης.
Όλος ο κόσμος του οργανωμένου εγκλήματος που περιγράφει εδώ ο Scorcese, ζει σε μια άγνοια και πλήρη αφέλεια, μα όταν το πλήρωμα του χρόνου έλθει, όλοι οι μέχρι τότε πανίσχυροι μικροί θεοί του υπόκοσμου, φαντάζουν λυπηρά όντα, ελάχιστα σε μέγεθος, που έρχονται σε αντίθεση με έννοιες που τους ξεπερνούν.
Ο Scorcese, περιγράφει όλη αυτή την εσωτερική κατάσταση των χαρακτήρων, με χειρουργική σκηνοθετική ακρίβεια της μεγάλης κληρονομιάς των 70's, με την ωριμότητα του σήμερα σκιαγραφεί λεπτομερειακώς τους ήρωες, ενώ αφήνει και μια αίσθηση μικρής κάθαρσης, διεξόδου απαραίτητης για το συγκεκριμένο φιλμ, αποφεύγοντας εύστοχα τον μηδενισμό. Το δίδυμο των De Niro-Pacino απ' την άλλη, αυτήν τη φορά, μεγαλουργεί, αποφεύγοντας τις γνωστές τους μανιέρες, ξαναφέρνοντας στο πανί κάτι απ' τα παλιά, καθώς και οι δύο ερμηνεύουν με πάθος και εσωτερική ένταση τους ήρωές τους, ανεβάζοντας στροφές όσο περνά η ώρα. Ο De Niro πιο σωπηλός, ο Pacino πιο νευρώδης και εξωστρεφής, ενώ οι μεταξύ τους σκηνές είναι καθηλωτικές.
Ο Joe Pesci, είναι η μεγάλη αποκάλυψη του φιλμ, ξεφεύγοντας απ' το γνωστό του υπερβολικό τρόπο και χαρίζοντάς μας μια μεγάλη ερμηνεία εμπνευσμένη, με αυτό το ύφος του έμπειρου και κατασταλαγμένου μέντορα, που γνωρίζει ακριβώς τι πράττει. Η ματιά του Scorcese, παραμένει βιρτουοζιτέ, με τρόπο αθόρυβο σχεδόν, χωρίς επιδείξεις εντυπωσιασμού, καταγράφοντας σιωπηλά τους χαρακτήρες, ώστε να δίνεται το βάρος εκεί και όχι στα εικαστικής τελειότητας πλάνα, με κάποια μικρά ξεσπάσματα, να σπάνε τους χαμηλούς τόνους εδώ και εκεί, όποτε χρειαστεί. Αναγνωρίζουμε πλήρως, την πρόθεση του δημιουργού να κάνει κάτι διαφορετικό αυτήν τη φορά και ως επί το πλείστον, πετυχαίνει τον στόχο του.
Το “Irishman” είναι μια ταινία πένθιμη στο βάθος της, με μια αύρα μελαγχολίας, εντονότερη στο τελευταίο μισό, με την έννοια της φθαρτότητας και της θνησιμότητας να φαντάζει ως κάτι αναπόφευκτο και με κύριο αφηγηματικό μοχλό την ανάμνηση. Αυτό άλλωστε είναι που μένει πάντα, μετά από κάθε μεγάλη διαδρομή, η ανάμνηση. Οι αναμνήσεις του κεντρικού ήρωα, αλλά και του ίδιου του δημιουργού απ' το κινηματογραφικό παρελθόν του, ήταν το κίνητρο για να ενώσει για μια ακόμα φορά, την σπουδαία αυτή τριπλέτα των μεγάλων ηθοποιών και να παραδώσει ένα γκανγκστερικό έπος, μεγαλειώδες και εξαιρετικό, που μπορεί να μην είναι αψεγάδιαστο, είναι σίγουρα ωστόσο, η κορυφαία στιγμή του Scorcese, εδώ και πολλά χρόνια.
Το υπόλοιπο άρθρο ΕΔΩ!
0 comments:
Δημοσίευση σχολίου
Comment without Hesitation!