ΚΡΙΤΙΚΗ

5 Νοε 2024




  • Λύσε άμεσα τα προβλήματα σου
  • Κράτησε την οικογένεια σου δεμένη
  • Αντιμετώπισε τα χαστούκια της ζωης

    Λύσε άμεσα τα προβλήματα σου

    Τα προβλήματα είναι για όλους. They are everywhere. Το λάθος που κάνεις είναι να προσπαθείς να τα λύσεις μόνος σου. Όταν είσαι σε αδιέξοδο ψάξε και ζήτησε βοήθεια (Τί έχεις να χάσεις;). 

    Don't be shy! Όλοι είναι δίπλα σου. Έτσι καταφέρνεις να ενεργοποιήσεις άτομα και να σε βοηθήσουν από εκεί που δεν το περιμενεις. 

    Οι γείτονες και η Εκκλησία (Church) κάνουν τη διαφορά στην ταινία και δίνουν βοήθεια με απίστευτα συγκινητικά τρόπο. μπορούν να το κάνουν και ΓΙΑ ΣΕΝΑ!


    Κράτησε την οικογένεια σου δεμένη

    Το πιο εύκολο πράγμα είναι να κάνεις όπως ο πατέρας στην ταινία. Να ρίξεις λευκή πετσέτα και να κλαίς τη μοίρα σου. Λύσε το πρόβλημα έχοντας θέληση και λαμβάνοντας δράση. 

    Η μητέρα όχι μόνο καταφέρνει να κρατήσει την οικογένεια της ενωμένη σαν γροθιά, αλλά επιπλέον αναλαμβάνει δράση με τα ανάλογα αποτελέσματα. 

    Κάνε το ίδιο αν θέλεις να λύσεις οποιοδήποτε πρόβλημα σου. Η λύση είναι πάντα στο μυαλό σου. Και μην ξεχνάς ότι μπορείς να λύσεις τα πάντα.(Have faith in yourself)


    Αντιμετώπισε τα χαστούκια της ζωης

    Ο Μαραθώνιος της ζωής απαιτεί ψυχραιμία και αντοχή. Όλα μπορούν να αλλάξουν σε μια μία μόνο στιγμή. Be awared and prepared. Δεν ξέρεις τι σου ξημερώνει. 

    Με αυτόν τον τρόπο θα μπορείς να πάσα στιγμή να προχωράς. 

    Μην ξεχνάς. Αν δε θέλεις κάτι το αλλάζεις. Αν δεν μπορείς να το αλλάξεις πάρτο απόφαση και συνέχισε τη ζωή σου. Ζήσε με αυτό!

    Καινούργια μέρα καινούργια τύχη έλεγε ο παππούς μου. 

    Σημασία δεν έχει να πέσεις αλλά να μπορέσεις να σηκωθείς.

    Just do it!


    Πηγή έμπνευσης και πίστης για όλους μας η ταινία.

    Based on true story! Κατακόρυφα συγκινητική κάποιες στιγμές. 

    It will probably make you cry...

    Με το τέλος της ταινίας νιώθεις υπέροχα. Life is beautiful ❤️.Νιώθεις δυνατός. 

    The movie deserves your time. It will pay you off.

    Η ταινία διαρκεί 113 λεπτά

Πρωταγωνιστούν:




Βαθμολογίες: 

Imdb




Rotten Tomatoes







Keywords for Unsung Hero 

immigrant
biography
australia
based on true story
family
1980s
1990s
christian music
christian film
christian faith



Δες το Trailer της ταινίας


21 Οκτ 2024

 


Πάιρνεις ένα θαυματουργό χάπι, ξεκαθαρίζουν τα πάντα και χρησιμοποιείς τον εγκέφαλό σου στο 100%


Η ταινία Απόλυτη Ευφυία είναι ένα αμερικάνικο θρίλερ δράσης παραγωγής 2011, σε σκηνοθεσία Νιλ Μπέργκερ και σε σενάριο Λέσλι Ντίξον. Πρωταγωνιστές είναι οι Μπράντλεϋ Κούπερ, Αμπυ Κόρνις και Ρόμπερτ Ντε Νίρο. Η ταινία είναι βασισμένη στο μυθιστόρημα «Τα Σκοτεινά Λιβάδια» του Άλαν Γκλυν.


Πόσο τέλειο θα ήταν κάτι τέτοιο! Αυτο είναι το θέμα της ταινίας Limitless του 2011 με τον Bradley Cooper




Με ένα θαυματουργό χάπι, καταφέρνει να αχρησιμοποιήσει τον εγκέφαλό του  στο 100%


Αντιμέτωπος με την ανεργία και την απόρριψη της κοπέλας του, ο συγγραφέας Έντι Μόρα (Μπράντλεϊ Κούπερ) είναι σίγουρος ότι δεν έχει μέλλον. Όλα αλλάζουν όταν ένας παλιός φίλος του δίνει ένα φάρμακο που παράγει ενισχυμένη πνευματική οξύτητα. 


Πηγαίνοντας από το μη δοκιμασμένο χημικό, ο Έντι ανεβαίνει στην κορυφή του χρηματοοικονομικού κόσμου και προσελκύει την προσοχή ενός μεγιστάνα (Ρόμπερτ Ντε Νίρο) που σκοπεύει να τον χρησιμοποιήσει για να κάνει μια περιουσία. Αλλά οι τρομερές παρενέργειες και η λιγότερη προσφορά απειλούν να καταρρεύσουν το σπίτι με τα χαρτιά του Έντι.


Μπορεί να συμβεί κάτι τέτοιο; Μάλλον όχι! και που το ξέρουμε;


Μήπως είναι κοντά η εποχή που θα βρούμε τον τρόπο να το κάνουμε;




Για σκεεφθείτε το! Καταπληκτικό ε;


Δε θεωρώ ότι είναι κάτι τελείως ανέφικτο. Η ταινία μπορεί να μας βάλει σε σκέψεις που θα απογειώσουν την όποια πραγματικότητά μας.


Τραβηγμένη απο τα μαλλιά, αλλά μπορεί να τη δούμε με το σκεφτικο που προανέφερα.




Και πόσο ανοίγουν πλέον οι ορίζοντες μας;


No Limits κυριολεκτικα


Μήπως είναι αληθινή ιστορία;;;;




Δείτε το trailer και με την πρώτη ευκαιρία δείτε και την ταινία.



28 Σεπ 2024

 


Έρχεται 28 Νοεμβρίου 2024 στα Village Cinemas με έναν γαλαξία αστέρων της μεγάλης οθόνης

Adam Driver, Giancarlo Esposito, Nathalie Emmanuel, Aubrey Plaza, Shia LaBeouf, Jon Voight, Laurence Fishburne, Talia Shire, Jason Schwartzman, Kathryn Hunter, Grace VanderWaal, Chloe Fineman, James Remar, D.B. Sweeney, Isabelle Kusman, Bailey Ives, Madeleine Gardella, Balthazar Getty, Romy Mars, Haley Sims, Dustin Hoffman

7 Απρ 2024


 Ο αντισημίτης ρεπόρτερ Μπόρατ από το Καζακστάν επιστρέφει στις ΗΠΑ για να συσφίξει τις σχέσεις ανάμεσα στα δύο κράτη, προσφέροντας σπονδή στους «Θεούς» της Ομοσπονδιακής Κυβέρνησης, σε ένα σίκουελ του Amazon Prime στη σπαρταριστή δημιουργία του 2006.

Με το «Borat Subsequent Moviefilm» ο σπουδαίος Άγγλος κωμικός υποδύεται ξανά την πλέον αναγνωρίσιμη περσόνα του σε έναν κόσμο που έχει αλλάξει σημαντικά από το 2006, όταν είχε κυκλοφορήσει η πρώτη ταινία. Αυτό το στοιχείο της αναγνωρισιμότητας αποτέλεσε προφανώς τροχοπέδη για τον ίδιο τον Κοέν ώστε να στήσει απαρατήρητος ανάλογες φάρσες, γεγονός με το οποίο αστειεύεται και εδώ, όταν οι περαστικοί τον αναγνωρίζουν ζητώντας του αυτόγραφα. Όμως το «Borat Subsequent Moviefilm» ελάχιστη σχέση έχει με την αυτοαναφορικότητα.


Η εισαγωγή του σίκουελ θέλει τον Μπόρατ Σαγκτζίγιεφ εξόριστο και ατιμασμένο από τους συμπατριώτες του για τον τρόπο με τον οποίο τους παρουσίασε στον έξω κόσμο κατά την πρώτη του αποστολή στις ΗΠΑ. Υπάρχει όμως πάντα και ο δρόμος της εξιλέωσης: ο πρωθυπουργός του Καζακστάν αποφασίζει να τον ξαναστείλει στην Αμερική, με την προϋπόθεση να παραδώσει στον Αμερικανό αντιπρόεδρο Μάικ Πενς ένα προσωπικό δώρο, προκειμένου να ανυψώσει την παρεξηγημένη τους χώρα στη διεθνή σκακιέρα και ειδικά στα μάτια του μεγάλου ηγέτη (Μακ)Ντόναλντ Τραμπ. Αυτό δηλαδή που εν ολίγοις περιγράφει και ο πλήρης τίτλος της ταινίας, «Borat Subsequent Moviefilm: Delivery of Prodigious Bribe to American Regime for Make Benefit Once Glorious Nation of Kazakhstan».


Πάνω σε αυτή τη βάση εξελίσσεται η νέα ινκόγκνιτο εκστρατεία του Μπόρατ στις ΗΠΑ, στην οποία κεντρικό ρόλο διαδραματίζουν μία σειρά από φάρσες-παγίδες στις οποίες πέφτουν ανυποψίαστοι Αμερικανοί - από influencer του instagram μέχρι πάστορες σε γυναικολογική κλινική - βγάζοντας από μέσα τους το πλέον οπισθοδρομικό, ρατσιστικό, πατριαρχικό και εν τέλει αποκρουστικό πρόσωπο του λεγόμενου πολιτισμένου δυτικού κόσμου. 


Με τη σημαντική σημείωση της καταλυτικής παρουσίας της Μαρία Μπακάλοβα στο πλευρό του Κοέν, της Βουλγάρας ηθοποιού που υποδύεται την 15χρονη κόρη του Μπόρατ και η οποία από άβουλο «δώρο» προς τέρψιν κάποιου ισχυρού ανδρός θα βρει τη δική της φωνή - και μαζί έναν πατέρα που την αγαπά και τη σέβεται.


Ο ρόλος της Τούταρ, της κοπέλας που βλέπει μια πειραγμένη βερσιόν της Σταχτοπούτας με πρωταγωνιστές την Μελάνια και τον Τραμπ ανυπομονώντας για την ώρα που θα μπει και εκείνη στο δικό της γαμήλιο κλουβί, αποτελεί τον πυρήνα της προβληματικής μιας κωμωδίας που κάτω από τα ανελέητα γκαγκ διαθέτει ένα σαφές φεμινιστικό υπόστρωμα, κάτι το οποίο αποτελεί από μόνο του μια πρώτης τάξεως έκπληξη σε σχέση με ό,τι θα περιμέναμε από ένα σίκουελ του Μπόρατ. 


Σε αυτό φυσικά υπεισέρχεται και ο ίδιος ο πρωταγωνιστικός χαρακτήρας που για πρώτη φορά μας αποκαλύπτει πτυχές του συναισθηματικού του κόσμου, καθώς εξελίσσεται πλάι στην κόρη του και εξαιτίας αυτής. Για την ακρίβεια και σε σύγκριση πάντα με το πρώτο φιλμ, η εξέλιξη του κεντρικού ήρωα και όσα αυτός αντικατοπτρίζει στο νέο σαρωτικό του πέρασμα από την οθόνη αγγίζει τα όρια του εντυπωσιακού.


Είναι φανερό πως πίσω από το «Borat Subsequent Moviefilm» υπάρχει πολλή σκέψη προκειμένου να στηθεί ένα βιτριολικό σατιρικό σκηνικό που να περιλαμβάνει όσο το δυνατόν μεγαλύτερο φάσμα από τις πληγές που κατατρώνε την αμερικανική (και όχι μόνο) πραγματικότητα. Η θέση της γυναίκας σήμερα και ειδικά το ζητούμενο της ισότητας, η κουλτούρα του βιασμού και η έμφυλη βία καταλαμβάνουν σημαντικό μέρος μιας πλοκής η οποία διόλου τυχαία κορυφώνεται στην φάρσα-παγίδα που ο Κοέν και η Μπακάλοβα στήνουν στον Ρούντι Τζουλιάνι (πρώην δήμαρχος της Νέας Υόρκης και ένθερμος υποστηρικτής του Τραμπ).


Η άναρχη δομή σε σκηνοθεσία Larry Charles, με την ΑΝΕΠΑΝΑΛΗΠΤΗ σκηνή της πάλης του Borat με τον παραγωγό Azamat έχει δώσει σκυτάλη στη μελωμένη στρωσιά του τηλεοπτικού σκηνοθέτη Jason Wolinar. Χώρια που η νεαρή Βουλγάρα Maria Bakalova κάνει ένα φοβερό breakthrough ως κόρη Sagdiyev που κοντράρει στα ίσα τον αδάμαστο Sacha Baron Cohen. 


 Η ταινία δεν προκαλεί το γέλιο της πρώτης. Ίσως επειδή λείπει το στοιχείο του αιφνιδιασμού. Με μια δεύτερη σκέψη διαπιστώνουμε το πραγματικά απροσδόκητο! Μια ταινία με τον Borat να έχει νόημα.

 

Στα ίδιο κεντρικό νόημα με την ταινία Στη Φωλιά του Κούκου (ONE FLEW OVER THE CUCKOOS NEST) με τον Θεό Νίκολσον. Η κόρη του Μπόρατ είναι η απόλυτη μικρογραφία της κοινωνίας μας. Γνωρίζει ότι λέει το βιβλίο της. Το βιβλίο της ζωής. Τα ίδια δε γνωρίζουμε και εμείς; Αυτά που "διαβάσαμε" στο δικό μας βιβλίο. Η Τούταρ επιπλέον είναι και φυλακισμένη. Δεμένη από το πόδι σε έναν παλιοσταύλο. Θεωρεί δεδομένο το κλουβί. Το δικό της κλουβί! Το κλουβί στο οποίο και εμείς είμαστε κλειδωμένοι.


Μα εμείς είμαστε ελεύθεροι άνθρωποι. Θα θέλατε. Είμαστε ακριβώς όπως η Τούταρ. Το θαυμαστό! Θέλουμε και εμείς ότι και η Τούταρ! Το χρυσό κλουβί της Μελάνια! Αυτό αναζητούμε και εμείς. Το χρυσό κλουβί της Μελάνια. Δεν μας πειράζει που είμαστε στο κλουβί. Το θέλουμε όμως χρυσό. Και κάπως έτσι, αναζητώντας επίμονα το χρυσό κλουβί...χάνουμε το νόημα. 


Χάνουμε τη γνώση! Τι υπάρχει πέρα από το προφανές. Υπάρχουν και οι ταινίες για να μας το θυμίζουν.

Δείτε τον Borat 2 και σκεφθείτε. Μήπως ήρθε η ώρα να βγείτε από το κλουβί σας; Η Τούταρ τα κατάφερε και βγήκε! Εσείς;;;





29 Μαΐ 2022

 


Ορόσημο! Καμία άλλη έννοια δεν μπορώ να βρω να ταιριάζει καλύτερα στον κινηματογραφικό μύθο του Top Gun. Αφού πέρα και εκτός της σαρωτικής του εμπορικής επιτυχίας πρόκειται για το φιλμ που: Γέννησε τον μεγαλύτερο χολιγουντιανό αστέρα των πρόσφατων σαράντα χρόνων, ανέδειξε το ταλέντο ενός τεράστιου action σκηνοθέτη όπως ο Tony Scott, εδραίωσε στον θρόνο του παραγωγικού Μίδα τον Jerry Bruckheimer, καθόρισε το πατρόν που πάνω του ζωγραφίστηκαν οι περισσότερες και καλύτερες περιπέτειες δράσης, άντε, έκανε και μόδα παγκόσμια, εκείνα τα γυαλιά ηλίου, που δεν κρατάνε σκελετό ίσιο, πάνω από δυο μέρες. Τέτοια ορόσημα, γνώμη μου είναι, δεν τα ακουμπάς. Ποτέ! Κι αν το κάνεις οφείλεις να είσαι τρομακτικά προσεκτικός. Ώστε να σεβαστείς, κυρίως, το γεγονός πως για κάποιους ο όρος Top Gun, είναι συνώνυμος με ένα τεράστιο κομμάτι των νιάτων τους.


Ιεραρχικά μπορεί να μην έκανε την καριέρα που κάποτε οραματιζόταν, ο Σμηναγός Πιτ "Μάβερικ" Μίτσελ, ως ο κορυφαίος στην σειρά του πιλότος της Αμερικάνικης Αεροπορίας Ναυτικού, ποτέ του δεν μετάνιωσε όμως για την απώλεια των γαλονιών, έχοντας φροντίσει να τα ανταλλάξει με την δυνατότητα του να δοκιμάζει πρώτος, κάθε καινούργιο και υπερσύγχρονο, μαχητικό αεροσκάφος. Έχοντας διαρκώς την έμπρακτη συμπαράσταση του πάλαι ποτέ συμμαθητή του και νυν Διοικητή των Δυνάμεων του Ειρηνικού, Ναυάρχου Τομ "Άισμαν" Καζάνσκι, που γνωρίζοντας καλά τις κορυφαίες πτητικές του ικανότητες, έστω και σε προχωρημένη ηλικία, θα τον επιλέξει για μια ακόμη επικίνδυνη, έως και αδύνατη, μυστική αποστολή.


Αναθέτοντας του την εκπαίδευση της καινούργιας μοίρας των πιλότων Τοπ Γκαν, προκειμένου να σταλούν σε έδαφος εχθρικό για να καταστρέψουν τις στρατιωτικές βάσεις που είναι αποθηκευμένες τεράστιες ποσότητες απεμπλουτισμένου, που απειλούν την ασφάλεια της Αστερόεσσας. Υποχρέωση του Μάβερικ είναι να εκπονήσει το πλάνο της επίθεσης και να το καταστήσει σαφές στους ατίθασους διαδόχους του, συγκροτώντας τους ως μια ομάδα, ως σώμα ένα. Οι δυσκολίες για εκείνον θα κάνουν την εμφάνιση τους πολύ νωρίς, καθώς μεταξύ των νεαρών άσων, βρίσκεται και ο Υποσμηναγός Μπράντλει "Ρούστερ" Μπράντσο, γιος του πάλαι ποτέ καλύτερου του φίλου και συνεργάτη, "Γκουζ", που άδοξα χάθηκε στο πεδίο της μάχης. Πριν ακριβώς τριάντα έξι χρόνια...


Δεν μου χρειάστηκαν παρά ελάχιστα λεπτά της ώρας για να κατανοήσω πως ο σινεμάς ξανά, με έβαλε μέσα σε εκείνη την μαγική κάψουλα, που θα με ταξιδέψει με την θέληση μου μέσα στον παρελθοντικό χρόνο. Ήταν αρκετό να νιώσω την χροιά της φωνής του Kenny Loggins, στο ίντρο τραγούδι σήμα κατατεθέν της μαρκίζας και να κόψω τον Πιτ να κοντράρει στα ίσα με την Καβάσω του, το αεριωθούμενο που απογειώνεται στο φόντο. Με κοστούμι σύγχρονο όμως κι όχι μπαγιατίλα. Το F14 Τόμκατ του χθες, τόσο καιρό μετά, έχει μετεξελιχθεί σε F18 Χόρνετ του απόψε. Κι αν για τον αδαή ή έστω τον ελάχιστα σχετικό αυτή η εξελικτική πορεία των πολεμικών α/φών δεν λέει και πολλά πράγματα, μιας και ενδεχόμενα όλα παρόμοια του μοιάζουν στην όψη, δεν συμβαίνει το ίδιο για τον κεντρικό ήρωα, που δεν χαμπαριάζει τίποτα, φτάνοντας τα μεταλλικά αυτά παιχνίδια στα άκρα τους. Δέκα μισό μαχ κι έχει ακόμη τζόγο να γράψει το κοντέρ! Με τέτοια συμπεριφορά και πολύ σου είναι που έφτασες τον βαθμό του κάπτεν...


Από την άλλη όμως και όχι! Αδικία! Ο ατίθασος Μάβερικ δεν υπήρξε απλά μια φορά κι έναν καιρό ο καλύτερος πιλότος της Naval Force. Ο ασύμμετρα, με την αληθινή αξία του, ονομαστός Μάβερικ, είναι ο καλύτερος πιλότος της Naval Force, ever! Και φυσικά δίχως εκείνον στην κορυφή του σμήνους, καμία αποστολή δεν έχει πιθανότητες επιτυχίας, οι νέοι αστέρες των μονοθεσίων, οφείλουν να αρκεστούν σε ρόλο υποστηρικτικό. Δόξα και τιμή στην σειρά των 50φεύγα λοιπόν, από έναν τύπο που όσο μπόι του λείπει, άλλο τόσο στην καρδιά του κρύβει έναν δράκο, αρνούμενο να ηττηθεί στην ανοιχτή κόντρα με τον πανδαμάτορα.


Η αφήγηση από τη μεριά της, που πολύ προσεχτικά φροντίζει να μην ονοματίσει κανέναν οχτρό, άλλωστε η Αμέρικα έχει μπόλικους από δαύτους για να επιλέξουμε εμείς από μόνοι μας το ID του, δεν βιάζεται πόντο να αναδείξει την εικόνα του θρύλου της πιλοτικής. Αντίθετα, το γνωρίζει κι ίδιος, τον ξεκινά από χαμηλά, σχεδόν τον ισοπεδώνει στα μάτια των πάντων. Μισό σιρίτι στην στολή, ένεκα εκκεντρικής περσόνας, αυτόν διαλέγουν όμως οι Πεντάγωνοι όποτε δουν τα σκούρα. Παρίας και γεροντάκι που τον πετούν έξω σηκωτό από την παμπ οι νεοσσοί, μόνον αυτός όμως θα τους πει λόγια που δεν τα γράφει κανένα εγχειρίδιο πτήσης. Παρείσακτος και αναγκαίο δεινό για τους αξιωματούχους, που δεν μπορούν να ξεφορτωθούν την παρουσία του, εκείνος όμως θα αρπάξει το στελθ για να σκιτσάρει το μοναδικό σχέδιο δράσης, που θα οδηγήσει την αποστολή στην επιτυχία.


ΔΙΑΒΑΣΕ ΤΗ ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΕΔΩ

29 Νοε 2020

 


Ο Ρενάτο και ο Αλμπέν είναι ζευγάρι εδώ και μία εικοσαετία, μεγαλώνοντας μαζί τον βιολογικό γιο του πρώτου, τον Λοράν, με τη βιολογική του μητέρα απούσα από τη ζωή του. 


Όταν ο Λοράν βρίσκει τη γυναίκα με την οποία θέλει να μοιραστεί το υπόλοιπο του βίου του, τους ανακοινώνει πως θα τη φέρει για φαγητό… παρέα με τους γονείς της, για να γνωριστούν τα μελλοντικά «συμπεθέρια». 


Ο Αλμπέν, όμως, δεν έχει θέση στο τραπέζι, καθώς ο πατέρας της κοπέλας είναι ο Υπουργός… Ηθικής! 



Ο Λοράν ασφαλώς τους έχει αποκρύψει την αλήθεια για τον κόσμο μέσα στον οποίο μεγάλωσε, το gay club με drag shows που ανήκει στον πατέρα του, όπου η μεγαλύτερη star του, η diva Ζαζά Ναπολί, δεν είναι άλλη από… τον Αλμπέν! 


Ο Ρενάτο ζητά από τη μητέρα τού Λοράν να παρουσιαστεί και να αναλάβει τα καθήκοντά της, το σπίτι μεταμορφώνεται σε συντηρητικό οίκο και η ψευδαίσθηση ολοκληρώνεται. 


Το κατά πόσον θα διατηρηθεί καθ’ όλη τη διάρκεια της επίσκεψης, όμως, είναι άλλο θέμα…


Μία από τις πιο δημοφιλείς και ανατρεπτικές για την εποχή της κωμωδίες, «Το Κλουβί με τις Τρελές» βασίστηκε στο θεατρικό έργο του Ζαν Πουαρέ και κατάφερε να γίνει η πρώτη mainstream ταινία που έφερε τη θεματική και την κουλτούρα του queer / drag τρόπου ζωής σε ένα ευρύτερο κοινό, με το επιπλέον σπάνιο για γαλλική παραγωγή φαινόμενο να σπάει τα ταμεία σε αρκετές (έστω τις πιο προοδευτικές) πολιτείες των ΗΠΑ.



«Το Κλουβί με τις Τρελές», το θεατρικό έργο του Jean Poiret, ανέβηκε για πρώτη φορά στο Theatre du Palais Royal, τον Φεβρουάριο του 1973, με τον ίδιο τον συγγραφέα (και ηθοποιό) να ενσαρκώνει τον ρόλο του Ζωρζ. Σε αυτό το πρώτο του ανέβασμα, έφτασε τον ασύλληπτο αριθμό των 1.800 παραστάσεων (περισσότερο από ένα εκατομμύριο θεατές).


Το »Κλουβί με τις Τρελές» είναι ίσως η πιο entertaining ταινία που έκανε το Γαλλικό σινεμά την δεκαετία του ’70.



Παγκόσμια εισπρακτική και καλλιτεχνική επιτυχία, η ταινία κέρδισε τα βραβεία αρκετών ενώσεων στην κατηγορία της ξενόγλωσσης ταινίας, απέσπασε την Χρυσή Σφαίρα Ξενόγλωσσης ταινίας αφήνοντας πίσω τους »Ευρωπαίους» του James Ivory και το »Γάμο της Μαρίας Μπράουν» του Rainer Werner Fassbinder! 


Και φυσικά απέσπασε και τρεις υποψηφιότητες για Oscar(σκηνοθεσίας για τον Edouard Molinaro, σεναρίου και κοστουμιών).




Απόλυτα κλασικό και αγαπημένο το "Κλουβί με τις Τρελές" είναι ένα κλουβί που όλοι μας θα θέλαμε να κλειστούμε …και από κινηματογραφική αλλά και από ηθική άποψη ….και μην μου πείτε οτι δεν θα θέλατε να είχατε τον συγκεκριμένο υπηρέτη-μπάτλερ στα πόδια σας καθημερινά! Κανείς δεν θα σας πιστέψει…


Με 7,3 μάλλον πρέπει οπωσδήποτε να δεις την ταινία (αν δεν το έχεις κάνει μέχρι τώρα)


La cage aux folles (1978) on IMDb





La Cage aux Folles (1979) - Buttering Toast Like a Man Scene 


La Cage aux Folles (1979) - You Don't Love Me Anymore Scene





18 Απρ 2020


«Το “Better Call Saul” είναι καλύτερο από το “Breaking Bad”», ψιθυρίζεται εδώ και χρόνια ανάμεσα στους φαν των δύο σειρών, ωστόσο κανείς μέχρι στιγμής δε το είχε βροντοφωνάξει, φοβούμενος ενδεχομένως μήπως κατηγορηθεί για βλασφημία απέναντι σε μία σειρά-σταθμό όπως το «Breaking Bad»…. Το ταμπού αυτό έσπασε ο διάσημος σκηνοθέτης Guliemo Tel Toro, ο οποίος πριν από περίπου ένα χρόνο δήλωσε στο προφίλ του στο Twitter: «Μου αρέσει περισσότερο το «Better Call Saul» από το «Breaking Bad», όχι επειδή είμαι αντιδραστικός, αλλά διότι, παρότι τα διακυβεύματα στη σειρά φαίνονται μικρότερα, η ηθική κατρακύλα του κεντρικού ήρωα είναι βαθύτερη και πιο επιζήμια»…


Δύο αντιήρωες σε πρώτο πλάνο…

Ας πάρουμε τα πράγματα, όμως, από την αρχή. Ο δικηγορίσκος Saul Goodman εμφανίστηκε για πρώτη φορά στο θρυλικό “Breaking Bad” -στο TOP5 των καλύτερων σειρών όλων των εποχών σύμφωνα με το IMDB. Κεντρικός ήρωας της σειράς εκεί ήταν ο θρυλικός καθηγητής Χημείας Walter White που ζούσε για χρόνια μέσα στην αδράνεια, στο φόβο, στις καταπιεσμένες επιθυμίες… Εκεί γύρω στα 50 του νοσεί από καρκίνο και αρχίζει την παραγωγή κρυσταλλικής μεθαμφεταμίνης, προκειμένου να εξασφαλίσει χρήματα για τις θεραπείες του αλλά και το μέλλον της οικογένειάς του μετά τον θάνατο του… Τελικά, όμως, η παραγωγή meth και ο συνεχής αγώνας για επιβίωση και κυριαρχία μετατρέπονται από «ανάγκη» σε «ηδονή» και του δίνουν ζωή, διότι πολύ απλά γουστάρει αυτό που κάνει από την αρχή ως το τέλος και ξεφεύγει από το μέτριο, το μίζερο, το καθημερινό… «Guess I got what I deserved…Kept you waiting there too long, my love…All that time without a word…Didn't know you'd think that I'd forget…..Or I'd regret…The special love I had for you My baby blue»… Αυτό είναι το τραγούδι που ακούγεται στο φινάλε της σειράς, blue είναι το χρώμα της meth και ζωή είναι αυτό που αποφασίζεις να ζήσεις, αρκεί να το ζεις χωρίς εκπτώσεις… Πληρώνοντας στο τέλος της μέρας και το τίμημα, φυσικά..



Ας επανέλθουμε όμως στον Saul… Εμφανίστηκε για πρώτη φορά στη 2η σεζόν του “Breaking Bad”.. Ένας δικηγορίσκος δευτέρας διαλογής, διεφθαρμένος, αναξιόπιστος αλλά και καταφερτζής…. Ήταν εκεί για να βοηθάει τον Walter στη βρώμικη δουλειά (ποιος μπορεί να ξεχάσει το αριστοτεχνικό ξέπλυμα μαύρου χρήματος μέσω μικρών ανώνυμων δωρεών για τις χημειοθεραπείες του Walter) αλλά και για να προσδώσει ένα χιουμοριστικό τόνο σε μία πολύ συχνά σκοτεινή και βίαιη σειρά… Όταν ο Vince Gilligan,ο δημιουργός του Breaking Bad, αποφάσισε μαζί με το συνεργάτη του Peter Gould να κάνουν ένα prequel για τον Saul Goodman -τη ζωή δηλαδή του τελευταίου πριν τα γεγονότα του «Breaking Bad»-σχεδίαζαν αρχικά να κάνουν μια κωμωδία με 30λεπτα αυτοτελή επεισόδια, καθένα επικεντρωμένο και σε ένα διαφορετικό πελάτη του Saul. Γρήγορα, όμως, συνειδητοποίησαν πως ο Saul έτσι όπως παρουσιαζόταν στο “Breaking Bad” δεν ήταν τίποτα άλλο παρά μία γραφική καρικατούρα και ως εκ τούτου δεν είχε την πολυπλοκότητα, για να σηκώσει στους ώμους μια ολόκληρη σειρά… Έτσι αποφάσισαν να πιάσουν την ιστορία του από την αρχή..Από την περίοδο που ο Saul (το «Saul Goodman» είναι παρατσούκλι που εφηύρε ο ίδιος, εμπνευσμένο από τη φράση-σήμα κατατεθέν του “Its all good, man”) ήταν ο Jimmy Maggil, ένας νεαρός δικηγόρος, με ροπή προς το παπατζιλίκι σίγουρα, που έπαιζε όμως ακόμα σύμφωνα με τους κανόνες..Η σειρά καταγράφει αυτήν ακριβώς τη μετάλλαξη, πώς δηλαδή ο συμπαθής Jimmy μετατρέπεται στον διεφθαρμένο Saul Goodman…

Το εγκεφαλικό είναι πιο γλυκό…

Και οι δύο, ο Walter και o Saul, είναι αντιήρωες αλλά διαφορετικού τύπου… Ο Saul είναι περισσότερο cool και sui generis… Ο Walter είναι πιο κοντά στους παραδοσιακούς αντιήρωες τηλεοπτικών σειρών… Όσο πιο ψηλά ανεβαίνει ο Walter τόσο πιο βίαιος, επιθετικός και απότομος γίνεται. Όταν μάλιστα η γυναίκα του λέει πως λόγω της δουλειάς που κάνει μπορεί να βρίσκεται σε κίνδυνο, εκείνος προσβάλλεται και της απαντά ωρυόμενος «Δεν κινδυνεύω, Σκάιλερ. Ένας τύπος ανοίγει την πόρτα και τον πυροβολούν στο κεφάλι και νομίζεις πως αυτός είμαι εγώ; Όχι! Εγώ είμαι αυτός που χτυπά την πόρτα…». Κρίση μέσης ηλικίας, κρίση μεγαλείου, αισθάνεται πως παίρνει τη ρεβάνς από όλους όσους τον αντιμετώπιζαν ως ένα αδύναμο ανθρωπάκο και τοποθετημένο στο περιθώριο. O Jimmy από την άλλη μετατρέπεται στον κυνικό και αδίστακτο απατεωνίσκο Saul αλλά όχι σε badass τύπου Walter White ή Tony Soprano… Έχει ένα πολύχρωμο και παιχνιδιάρικο προσωπείο και θυμίζει περισσότερο κλόουν παρά ματσό αρσενικό..

Διάβασε τη Συνέχεια ΕΔΩ!

8 Φεβ 2020

It’s a woman’s, woman’s, woman’s world
του zerVo (@moviesltd) 

''Μετά από μισή ντουζίνα κινηματογραφικές και περίπου άλλες τόσες τηλεοπτικές εκδοχές του διαβόητου μυθιστορήματος της Louisa May Alcott, που μόλις έκλεισε τα εκατόν πενήντα χρόνια ζωής, η αλήθεια είναι πως δεν περίμενα να σκάσει ακόμη μια, με έντονο τον ανανεωτικό, μάλιστα, αγέρα. Ένα τέταρτο του αιώνα, κατόπιν της ύστατης βερσιόν, εκείνης της Gillian Armstrong στο πανί, οι Little Women επανέρχονται για να μας θυμίσουν όλες εκείνες τις νόστιμες φεμινιστικές αρχές τους, δια χειρός μιας από τις πλέον φημισμένες εκπροσώπους του σύγχρονου indie σινεμά. Την αμαρτία μου, μια φορά, θα την αποκαλύψω από νωρίς, αφού δεν πιστεύω πως την έκδοση του '20, θα την αγαπήσω ποτέ περισσότερο από του '94. Τέτοιο νεανικό ανσάμπλ και μόνο, μου μοιάζει αδιανόητο, πως υπήρξε ποτέ...



Απόντος τους πατρός τους, που πολεμά στο μέτωπο στο πλευρό της Ένωσης, οι τέσσερις αδελφές Μαρτς, η διαρκώς με μια συγγραφική πένα στο χέρι Τζο, η ονειροπόλα Μεγκ, η συνεσταλμένη Έιμι και η μουσικόφιλη αλλά και εύθραυστη Μπεθ, μεγαλώνουν κάτω από την επίβλεψη της μοναχικής, αλλά και συμπονετικής και γενναιόδωρης μητέρας τους, Μάρμι, στο πατρικό τους σπίτι στα περίχωρα της Μασαχουσέτης. Με την ηλικία της παντρειάς να πλησιάζει για τις περισσότερες, οι ματιές τους σε όλους τους όμορφους εργένηδες της πολιτείας δίνουν και παίρνουν, ελπίζοντας πως κι εκείνες θα αποκατασταθούν γοργά, καθώς προστάζουν οι κοινωνικοί κανόνες.



Τις πιο πολλές εξ αυτών θα κλέψει ο γοητευτικός, αν και άστατος στην συμπεριφορά του, Λόρι, ο εγγονός του εύπορου κυρίου Λόρενς, που η αρχοντική του έπαυλη υψώνεται σε απόσταση αναπνοής από την οικία των Μαρτς. Κι αν τα βλέμματα των κοριτσόπουλων διασταυρώνονται διαρκώς με τα δικά του, εκείνος δείχνει να τρέφει ένα ξεχωριστό ενδιαφέρον για την πιο ανήσυχη καλλιτεχνικά της τετράδας, την Τζόζεφιν, που τις εμπειρίες της, ευτυχισμένες αλλά και πιο δραματικές συνάμα, περνά μέσα από την καλλιγραφία, στις φιλόξενες σελίδες των ημερολογίων της. Υπολογίζοντας πως κάποια μέρα, μια μεγάλη εκδοτική επιθεώρηση θα τις τυπώσει στα φύλλα της, πλάι στο όνομα της...



Κι αυτό ακριβώς είναι το μεγάλο προσόν, το πιο δυναμικό στοιχείο του πρότζεκτ Μικρές Κυρίες σε οποιαδήποτε φόρμα έχει υπάρξει, πως σου δίνει την εντύπωση πως τα αυτοβιογραφικά κείμενα της Τζο / Alcott, μονομιάς ξεπηδούν από την νουβέλα, για να σχηματίσουν μια, το λιγότερο εύπεπτη εικόνα. Στην παρούσα περίπτωση το σενάριο τρέχει σε δύο διαφορετικές χρονικές ράγες, αμφότερες τον 19ο αιώνα, με την απόσταση που τις χωρίζει να μετριέται στα έξι χρόνια. Το χθες είναι ακινητοποιημένο στην γενέτειρα των κοριτσιών, στο φιλήσυχο Κόνκορντ της Νέας Αγγλίας, εν αντιθέσει με το σήμερα, που ταξιδεύει από την πολύβουη Νέα Υόρκη, ίσαμε το αριστοκρατικό Παρίσι, για να φωτίσει το ενήλικο τώρα των θυγατέρων. Η Τζο, έχει πια ανοίξει τα φτερά της και αναζητά τις τύχες της κτυπώντας τις πόρτες των ονομαστών εκδοτικών οίκων, η μεγαλύτερη του κουαρτέτου Μεγκ, κάνει πράξη τις επιθυμίες της να αποκτήσει την δική της φαμίλια, ενώ η Έιμι ως δεσποινίς του καλού του κόσμου, με την αρωγή της πλούσιας (και δεδηλωμένης γεροντοκόρης) θείας, σπουδάζει τέχνες στην Πόλη του Φωτός.



Για καθεμιά, παρότι το κυνήγημα των φιλοδοξιών τους μοιάζει δεδομένο, η μοίρα κάνει τα δικά της κουμάντα, οδηγώντας τις νεαρές στο να πάρουν αποφάσεις που ίσως και να μην τις πίστευαν, ελάχιστες στιγμές πριν. Εκεί ίσως να εστιάζω στην πιο έκδηλη αδυναμία του φιλμ - πιθανότατα και της νουβέλας καθαυτής - μιας και τα θήλεα ναι μεν μοιάζουν αρκετά ανεξάρτητα και ψυχωμένα για να αποκατασταθούν, σε σχέση με την εποχή τους, η αγωνίες τους όμως είναι που τις οδηγούν σε ενέργειες εύκολες. Που μπαλώνουν το σκριπτ κατά τρόπο τέτοιο, ώστε στο τέλος όλα να τσουλήσουν μέλι γάλα. Με πιο χτυπητό πατς, την ερωτική κατάληξη της βασικής ηρωίδας και αφηγήτριας των πάντων, Τζο, που εντέλει πέφτει στην αγκάλη ενός ντροπαλού άντρα, όχι του βασικότερου στις επιλογές της, μα το κυριότερο εξαφανισμένου από το εκράν για πάνω από μια ώρα, εφόσον η φιλική, ως τότε, σχέση τους είχε περάσει έναν έντονο και δυσάρεστο καυγά.



Με το ημερολόγιο να πηγαίνει πέρα δώθε στον χρόνο, εκείνο που καταφέρνει η ματιά της Greta Gerwig, είναι να αναλύσει στον υπέρτατο βαθμό, την προσωπικότητα και τον ψυχισμό της καθεμιάς Μαρτς και όσων περιφερειακών περσόνων τις συναναστρέφονται. Μέσα από τα σκετς, που κολλούν πολύ όμορφα το ένα κατόπιν του άλλου, αντιλαμβανόμαστε όχι μόνο τις καλές προθέσεις των αδελφών μεταξύ τους, αλλά κι εκείνες που κρύβουν πίσω τους, ζήλια, που όχι και λίγες φορές φτάνει στα όρια της κακίας. Εννοείται πως παρούσης της επιβλητικής, με τόση καλοσύνη, μητέρας - μακράν η καλύτερη ηθοποιός του καστ, αν κάνουμε στην άκρη το καμέο της La Streep, η Dern - τα πάντα, πάντα μπαίνουν σε τάξη και χάρη στην βασιλεύουσα απλότητα της, οι φιλονικίες περιττεύουν, ώστε να επανέλθει το ενδεχόμενα αναστατωμένο κλίμα, σε οικογενειακή ισορροπία.



Στο επίκεντρο των επιμέρους κοριτσίστικων ιστοριών, εννοείται πως την κορνίζα της βασικής κρατά εκείνη της Τζο, του αγοροκόριτσου, που όσο παθιασμένο και μαχητικό μοστράρει, άλλο τόσο μοιάζει να κρύβει μέσα του ανασφάλειες και τρόμους για οτιδήποτε του ξημερώνει. Καταπληκτική η επιλογή της Saoirse, που τα χνώτα της με την ντιρέκτορα ταιριάζουν σαν των Διόσκουρων, για να αποδώσει με την γνωστή της χαμηλότονη έξαρση τον άξονα που τριγύρω της περιστρέφεται ο κόσμος ολόκληρος. Κορίτσι όσο γίνεται, κοπελιά όσο της αξίζει, γυναίκα όσο πρέπει, η Lady Bird, δεν σηκώνει τίποτα περήφανες και φωνακλάδικες παντιέρες υπέρ του φύλου της, σίγουρα όμως με την πειθήνια εικόνα της (αποκορύφωμα η σεκάνς του παζαριού με τον πεισματάρη εφημεριδά) τιμά και με το παραπάνω τον χαρακτήρα που σκαρφίστηκε η Alcott.



Μολονότι πάντως πιστές στο πρωτότυπο κείμενο, οι ρομαντικές αλληλουχίες, δεν μοιάζουν να πείθουν τους πιο ψαγμένους, που πάντα θα ψάχνουν πίσω από τις λέξεις, τις αλήθειες που κάθε κορίτσι του συγκεκριμένου μικρόκοσμου, ενδεχόμενα θα δίσταζε να αποκαλύψει. Συνεπώς αιώνια θα μείνει η απορία, για τους λόγους που δεν ολοκληρώθηκε ποτέ το τόσο καλά κρυμμένο, αντίστροφης ανδρόγυνης όψης, πάθος της Τζό για τον άτακτο και αθυρόστομο Λόρι. Τον μορφονιό Timothee Chalamet δηλαδή, που εισβάλλει σαν σίφουνας στην καθημερινότητα του κλειστού κλαμπ των τεσσάρων αδελφών, δίνοντας την εντύπωση ακόμη και στον πιο αδαή, πως αργά ή γρήγορα την καρδούλα κάποιας τους, θα την τσιμπήσει. Θα είναι άραγες αυτή, η πιο ενδιαφέρουσα ως διττή και κατάτι υποχθόνια, της παρτάκια Έιμι, όπως την ζωγραφίζει η τιγκάτη στην αυτοπεποίθηση που της δίνει η ορμή του Midsommar, Florence Pugh?



Με τις προθέσεις του φιλμ να είναι τόσο ειλικρινείς, προσπαθώντας να μην προσβάλλουν την αισθητική κανενός θεατή του και ολοκληρώνοντας μέσα σε ένα κλίμα γενικότερης συμφιλίωσης και νηνεμίας, μετά τις ανατροπές και τις αβάσταχτες απώλειες, εκτιμώ πως δεν θα υπάρξει ούτε ένας που να πει αρνητική κουβέντα γι αυτό. Η οικογενειακή ζεστασιά, η φιλικότητα, η διάθεση για συμπαράσταση στον πλησίον και εντέλει οι ατομικές αρχές δοσμένες μέσα από ένα άρτια μελετημένο κινηματογραφικό πακέτο, κάνουν την ύστατη παραλλαγή των Little Women, αναμφίβολα ελκυστική και αγαπησιάρικη στο κοινό τους. Οριακά, όχι πιο πολύ από την πρότερη. Εκεί όμως είχε και Winona...''



moviesltd.gr

4 Φεβ 2020

That's Entertainment!!!
του Θόδωρου Γιαχουστίδη (@PAOK1969) 

Μαριχουάνα... στοπ;

Αυτή είναι η 11η μεγάλου μήκους ταινία μυθοπλασίας που σκηνοθετεί ο γεννημένος στις 10 Σεπτεμβρίου του 1968 στο Χάτφιλντ του Χέρτφορτσάιρ, Βρετανός Guy Ritchie. Θυμίζουμε τις 10 προηγούμενες: «Δυο καπνισμένες κάνες» (Lock, Stock and Two Smoking Barrels, 1998), «Η αρπαχτή» (Snatch, 2000), «Η κυρία και ο ναύτης» (Swept Away, 2002), «Revolver» (2005), «RocknRolla» (2008), Σέρλοκ Χολμς (Sherlock Holmes, 2009), Σέρλοκ Χολμς 2: Το παιχνίδι των σκιών (Sherlock Holmes: A Game of Shadows, 2011), Κωδικό όνομα U.N.C.L.E. (The Man from U.N.C.L.E., 2015), Βασιλιάς Αρθούρος: Ο θρύλος του σπαθιού (King Arthur: Legend of the Sword, 2017) και Αλαντίν (Aladdin, 2019).

Ο Ritchie είχε αρχίσει να αναπτύσσει την ιδέα για την συγκεκριμένη ταινία σχεδόν μια δεκαετία πριν. Μαζί με τον συνσεναριογράφο της ταινίας Ivan Atkinson σκέφτονταν να κάνουν την αρχική ιδέα τηλεοπτική σειρά αλλά σύντομα το project άλλαξε κατεύθυνση κι έτσι προέκυψε το «The Gentlemen». Ο αρχικός τίτλος της ταινίας ήταν «Toff Guys», φράση της βρετανικής αργκό που αναφέρεται σε άτομα με αριστοκρατική καταγωγή που αποπνέουν ένα αέρα υπεροχής, ο τίτλος προσομοιάζει όμως ηχητικά και με το «Tough Guys». Η επόμενη ταινία του Guy Ritchie βρίσκεται στο post production, αποτελεί ελεύθερο ριμέικ της γαλλικής ταινίας «Le convoyeur», έχει τον τίτλο «Cash Truck» και πρωταγωνιστούν σε αυτήν οι Jason Statham, Josh Hartnett και Scott Eastwood!

Η υπόθεση: Μίκι Πίρσον. Σε πλήρη αντιστροφή του τραγουδιού του Sting, ο Μίκι είναι ένας American Man in London. Σπουδαγμένος στην Οξφόρδη, γρήγορα αντιλαμβάνεται πως, με τον σταυρό στο χέρι, φράγκα δεν βγαίνουν. Έτσι, ξεκινάει το προσοδοφόρο επάγγελμα του εμπόρου ναρκωτικών ήδη από τα φοιτητικά του χρόνια. Όχι όμως των σκληρών, εκείνων που προκαλούν εθισμό και θάνατο: μαριχουάνα εμπορεύεται. Και την παράγει μάλιστα σε... φάρμες σπαρμένες σε μυστικές τοποθεσίες ανά την επικράτεια. Έχει και μια επιχείρηση – βιτρίνα στην οποία εργάζεται η όμορφη και δυναμική σύζυγός του, η Ρόζαλιντ. Μέλος της high society, αναγνωρισμένος gentleman, κάποια στιγμή αποφασίζει πως έφτασε το πλήρωμα του χρόνου να αποσυρθεί. Κι είναι έτοιμος να πουλήσει την επιχείρησή του.

Ενδιαφέρον δείχνουν ένας Αμερικανός λεφτάς άρχοντας του υποκόσμου, ο Μάθιου, κι ένας ανερχόμενος βαρόνος του εγκλήματος, που κυκλοφορεί με το παρατσούκλι Ξηρόφθαλμος. Η απόσυρση του «βασιλιά» πυροδοτεί μια σειρά από συνομωσίες, σχέδια και απόπειρες από όλους εκείνους που επιβουλεύονταν την θέση του και που πλέον θεωρούν πως έχουν την ευκαιρία να αρπάξουν την περιουσία του. Ανάμεσα σε αυτούς που διεκδικούν μερίδιο είναι κι ένας ιδιωτικός ντετέκτιβ, ο Φλέτσερ, ο οποίος δουλεύει για μια μικρή εφημερίδα και διαθέτει στοιχεία να εκβιάσει τον Μίκι μέσω του πιο στενού του συνεργάτη, του Ρέι. Ή έτσι νομίζει...

Η άποψή μας: Ένας άντρας μπαίνει σε ένα μπαρ. Μία παμπ καλύτερα. Παραγγέλνει μπύρα. Βάζει στο τζουκ μποξ ένα τραγούδι: είναι το «Cumberland Gap» του David Rawlings (δεν το είχα ξανακούσει - και είναι κομματάρα). Κάθεται να πιει την μπύρα. Ακούγεται ένας πυροβολισμός: μια δολοφονία λαμβάνει χώρα εκτός κάδρου. Κλόουζ απ στην μπύρα. Πιτσιλιέται με αίματα. Κι αυτοί κυρίες και κύριοι είναι η αρχή της νέας ταινίας του Guy Ritchie... Κατευθείαν, σου έχει κάνει hook. Έβαλε ο μάγκας το σκουλήκι στο αγκίστρι, το έριξε στη θάλασσα κι εσύ ως ψάρακλας, πας και τσιμπάς. Το βασικό όμως είναι πως το απολαμβάνεις. Δεν μου αρέσει να καταφέρομαι εναντίον συναδέλφων κριτικών, αλλά εδώ θα κάνω μία εξαίρεση. Ναι, ο Guy Ritchie, 9 στις 10 φορές γυρίζει την ίδια ταινία.

Κατ' αναλογία με τα γνωστά memes που κυκλοφορούν στα social media, όταν το λαϊκό παιδί (ο Guy Ritchie στην περίπτωσή μας) γυρίζει ταινία όπου χρησιμοποιεί μία κάμερα, ένα όπλο και μια γυναίκα (του είναι αρκετά) και κάνει ευφορικό, διασκεδαστικό, απενοχοποιημένο σινεμά, το οποίο συνδυάζει ακαταμάχητα τη βία με το χιούμορ, μερικοί συνάδελφοι αντιδρούν με «ω μάι γκαντ, μεγάλωσε βρε Γκάι, πάλι μία από τα ίδια, έλεος κάπου». Όταν όμως ο κλαρινογαμπρός εκ βορείων προαστίων, ο σοφιστικέ, ο σπουδαγμένος σε Οξφόρδες και Κέιμπρίτζια (στην περίπτωσή μας πχ ο Σουηδός Roy Andersson, μιας που είδαμε πρόσφατα ταινία του και βολεύει) γυρίζει μία από τα ίδια, οι ίδιοι συνάδελφοι αντιδρούν με «ω μάι γκαντ, τι θεϊκά πλάνα, τι σοφιστικέ καλλιτεχνική διεύθυνση, τι έμπνευση». Κάρχιες!

Και με αστεράκια δεν μου αρέσει να ασχολούμαι – μια σύμβαση είναι (από την άλλη, μιας που την ακολουθώ κι εγώ τη σύμβαση, μου αρέσει και τα σκορπάω απλόχερα) αλλά σε ποιον κόσμο, σε ποιο σύμπαν, σε ποιο universe το «Cosmic Candy» μπορεί να παίρνει περισσότερα αστεράκια από το «Gentlemen»; Ναι, ο Guy Ritchie επαναλαμβάνεται, αλλά... όχι ακριβώς. Είναι αυτό που έγραφα πρόσφατα ως αρνητικό στην ταινία «About Endlessness» του Roy: ο Ritchie βρίσκει τρόπο να ανανεώνεται, να εμπλουτίζει το φιλμ του με νέα κόλπα, με νέες ιδέες, με καινούργια ρίσκα. Εδώ, ας πούμε, παίζει με την αφήγηση, με τον τρόπο που αφηγείται την ιστορία, εντέλει με το ίδιο το σινεμά! Βάζει σε ρόλο – κλειδί τον Hugh Grant, που δεν θα τον δείτε ποτέ πιο γλοιώδη και σε κόντρα ρόλο – είναι απολαυστικότατος.

Γενικώς (άλλο ένα από τα χαρακτηριστικά του Ritchie, που δεν τα βαριέσαι) μας παρουσιάζει μερικούς πάρα πολύ ενδιαφέροντες χαρακτήρες μέσω της ταινίας του. Αξιαγάπητους παρά (ή ίσως εξαιτίας) της καφρίλας τους. Ο Κόουτς πχ του Colin Farrell είναι απλά θεούλης!!! Πσυχούλα! Βοηθάει παιδιά φτωχικών καταβολών να μην μπλέξουν. Εντάξει, μπλέκουν, αλλά ο άτιμος έχει έναν ολοδικό του κώδικα ηθικής, που εννοείται πως είναι κλάσεις ανώτερος από τον καθεστηκυίο. Γενικά, ο Ritchie στέκεται πολύ εδώ: έχει σημασία στον σύγχρονο κόσμο να υπάρχει αυτό που λέμε μπέσα, κιμπαριλίκι, αρχοντιά. Μεταξύ κατεργαρέων, ειλικρίνεια, σωστά; Φτιάχνει λοιπόν ένα σύμπαν ο δικός σου και σε αρπάζει μέσα από την αρχή. Και γουστάρεις. Γουστάρεις τις μουσικές, γουστάρεις τη φευγάτη αύρα, γουστάρεις το (ναι) βιντεοκλιπίστικο στυλ, γουστάρεις το ψάξιμο, γουστάρεις το χιούμορ, γουστάρεις τις αναφορές.

Χωρίς να έχω δει από τη φιλμογραφία του μόνο το «Αλαντίν» (το οποίο «έσκισαν» οι πάντες, η αλήθεια είναι) και προσπαθώντας να ξεχάσω την μέγιστη μαλακία που γύρισε όντας ερωτευμένος με τη Madonna, το vanity project - ριμέικ της ταινίας «Η κυρία και ο ναύτης» της Βερτμίλερ, το εντελώς αχρείαστο και άθλιο «Swept Away», οφείλω να ομολογήσω πως... γουστάρω τρελά τούτον τον Tarantino των φτωχών! Από το πρώτο πλάνο ως το τελευταίο, τα πάντα στην ταινία είναι στην υπηρεσία του θεατή. Ρυθμός, απίστευτα γαμάτο σάουντρακ, τρομερές σκηνές που απορείς πώς τις γύρισε ο τύπος (όπως η σύγκρουση αμαξιού με φορτηγό - θα με θυμηθείτε όταν τη δείτε) άλλες που σε κάνουν να σκας στα γέλια παρά το μακάβριον του πράγματος (θυμηθείτε: γραμμές τρένων!) και φατσάρες να υποδύονται low life αριστουργήματα.

Πέρα από τις άμεσες και τις έμμεσες κινηματογραφικές αναφορές (από την «Συνομιλία» μέχρι το «Βρόμικο σαββατοκύριακο» και από τον Γουάινσταϊν μέχρι το δικό του «Κωδικό όνομα U.N.C.L.E.») αλλά και τηλεοπτικές σειρές - φαινόμενα (το «Black Mirror» έρχεται στο νου στην ιστορία που περιλαμβάνει ένα... γουρούνι!) η ίδια η ταινία παίζει με την κινηματογραφική αφήγηση, με το πραγματικό και το φαντασιακό, με τη μυθοπλασία και τον ρεαλισμό. Απολαυστικό φιλμ. Από αυτά που δεν χάνονται από όσους ψάχνουν με το κιάλι πια απενοχοποιημένη κινηματογραφική απόλαυση! Και ναι, δεν μπαίνει τυχαία το υπέροχο «That’s entertainment» των Jam στο φινάλε: αυτό, ναι, είναι διασκέδαση! Μπορεί να μην είναι «μεγάλη τέχνη», αλλά βγαίνεις από την ταινία χορτασμένος.

ΥΓ: Διάβασα μερικές κριτικές από το εξωτερικό για την ταινία και έφριξα! Ήμαρτον με την πολιτική ορθότητα, έχει καταντήσει πολιορκητικός κριός του νεοσυντηρητισμού. Κατηγορούν τον Ritchie για ρατσισμό! Κι εκεί επικεντρώνεται όλη τους η αντιπαλότητα κατά της ταινίας. Κομπλεξάρες «άριστοι», ου να μου χαθείτε!

movies.ltd.gr

27 Ιαν 2020

Αποφασισμένη να αφήσει πίσω της την καριέρα της εκπαιδευτικού, η νεαρή και φιλόδοξη Κέιτ Μαντέλ, θα εγκαταλείψει την μεγαλούπολη για να μεταβεί στην νηνεμία της επαρχίας του Μέιν, προκειμένου να αναλάβει την φύλαξη και εκπαίδευση της επτάχρονης ορφανής Φλόρα Φέρτσάιλντ, ενός κοριτσιού με βαθύτατα ψυχικά τραύματα, καθώς όχι βρεθεί αυτόπτης μάρτυρας στο τροχαίο δυστύχημα που κόστισε την ζωή και στους δυο του γονιούς.

Από τις πρώτες κιόλας στιγμές στην πολυτελή όσο και βαρύτατα διακοσμημένη έπαυλη στην μέση του αχανούς δάσους, η γκουβερνάντα θα καταλάβει πως κάτι μυστηριώδες συμβαίνει με την συμπεριφορά της μικρούλας, που έχει άμεση σχέση με την ακόμη ανεξήγητη εξαφάνιση της προκατόχου της. Κατάσταση που θα εξελιχθεί σε ακόμη πιο περίεργη, με την αινιγματική άφιξη του μεγάλου αδελφού της Φλόρα, Μάιλς, που θα γυρίσει στο πατρικό του, έχοντας μόλις αποπεμφθεί από το ίδρυμα που τον φιλοξενούσε.

Ορίστε? Τι είπες? Το έχεις ματαδεί το εργάκι, πάνω κάτω με την ίδια πλοκή, απλά με μια δυο όχι σπουδαίες εναλλαγές στην εξέλιξη του? Το ερώτημα είναι πόσες φορές το έχεις ξαναπαρακολουθήσει σε διάφορες και εναλλακτικές φόρμες, με το ίδιο ακριβώς φόντο - το στοιχειωμένο δίπατο - τα πλήρως κοπιαρισμένα σε βαθμό εκνευρισμού κοψοχολιάσματα - μπου, είμαι το φάντασμα - τις παρόμοιες φοβιστικές στιγμές που τις έχεις προβλέψει τουλάχιστον μισό λεπτό πριν. Ντουζίνες! Συνεπώς ποιος ακριβώς είναι ο λόγος κυκλοφορίας ενός ακόμη φιλμ, που θα βαλτώσει το ήδη ταλαιπωρημένο genre του τρόμου? Ουδείς, η συγκεκριμένη ταλαιπωρία έχει οδηγήσει και το κοινό στην εμπορική του απαξίωση. Εκεί, όμως, επιμονή...

Οκ, πάντοτε θετικά προδιατεθειμένος ρίχνομαι στην θέαση του εργακίου. Σωστή ατμόσφαιρα βλέπω, ομιχλώδης σε ερημικά The Shining τοπία, άλλωστε η ντιρεκτρίς Floria Sigismondi είναι ικανή γνώστης του να φτιάχνει κλίμα, από την εμπειρία της στο βίντεο κλιπ. Άντε και καστ αξιοπρεπές, με την πράγματι όμορφη, με τις υπέροχες ματάρες Mackenzie Davis (Terminator: Dark Fate, Blade Runner 2049) στο στάρινγκ να δέχεται το μπούλινγκ της εξέχουσας στο Florida Project, Brooklynn Prince και του ανάστατης κόμμωσης Finn Wolfhard. Παρακάτω από αυτά έχει τίποτα το μενού ή μένουμε με άδεια στομάχια? 

Η αλήθεια είναι πως με την ανακατωσούρα του σεναρίου και τις όχι και λίγες υποπλοκές που σκάνε από το πουθενά (η μαμά της νάννυ που δεν είναι και τόσο στα καλά της, ο έμπειρος εκπαιδευτής ιππασίας που βρήκε τραγικό θάνατο πρόσφατα, οι αντιδράσεις της μπέμπας στο ενδεχόμενο να διαβεί το κατώφλι του ράντσου) στο μυαλό του θεατή γυροφέρνει μια αγωνία για το που το πηγαίνει η ίντριγκα. Θα είμαι ευθύτατος στην απάντηση μου. Πουθενά! Εκεί που κανονικά θα έπρεπε να ξεκινά η τελευταία πράξη - μετά από 90 βασανιστικά λεπτά προβλέψιμων φοβισμών - έρχεται το απρόσμενο σφύριγμα της λήξης, για να μοιράσει ακόμη περισσότερα ερωτηματικά, στα ήδη υπάρχοντα.

Το γεγονός είναι πως η δεύτερη, μέσα στις λίγες εβδομάδες ζωής της νέας χρονιάς, ταινία τρόμου, μετά από το ανεκδιήγητο The Grudge, επιεικώς, πατώνει. Η μεταφορά στο πανί της κλασικής νουβέλας μυστηρίου του Henry James, The Turn Of The Screw, που τόσο πολύ είχε κεντρίσει τον The Beard ώστε να την στηρίξει παραγωγικά, δεν είναι κάτι παραπάνω από μια πρόχειρα εκτελεσμένη μπερδεψούρα, που δεν διαθέτει συνάφεια, λογική και το πιο σημαντικό, επίλογο! Σε βαθμό που να ξύνω με απορία την κεφαλή, για το αν έχασα κάτι από τα πεπραγμένα, την ώρα της αναπάντεχης πτώσης των τελικών credits. Και άντε βρε κοπελιά μου, δεν είχες - πες - στον ήλιο μοίρα και αποδέχτηκες την δουλειά. Τις υποσχέσεις πως δεν θα την κάνεις με αλαφρά πηδήματα, μόλις δεις τα πρώτα σκούρα, τι τις ήθελες?

Διαβάστε περισσότερα ΕΔΩ!

19 Ιαν 2020

Η νέα ταινία του Clint Eastwood "Richard Jewell" είναι βασισμένη για ακόμα μια φορά σε πραγματικά γεγονότα. Σημείο εκκίνησης είναι η βομβιστική επίθεση που έγινε το 1996 στο Centennial Park κατά τη διάρκεια των Ολυμπιακών Αγώνων στην Ατλάντα των ΗΠΑ. Η ιστορία σχολιάζει το τι συμβαίνει όταν η δημοσιογραφική ασυδοσία και ανευθυνότητα παρουσιάζουν ως πραγματικά γεγονότα απλές υποθέσεις χωρίς αποδεικτικά.

Ακολουθούμε τον Richard Jewell (Paul Walter Hauser), έναν φρουρό ο οποίος κατά τη διάρκεια των Ολυμπιακών Αγώνων του 1996 εντοπίζει ένα ύποπτο σακίδιο το οποίο περιέχει βόμβα. Δρώντας άμεσα καταλήγει να σώσει πολλές από τις ζωές των παρευρισκομένων. Γρήγορα γίνεται ήρωας του έθνους, αλλά ακόμα γρηγορότερα μετατρέπεται στον νούμερο ένα ύποπτο του FBI αλλά και του Τύπου. Ενώ η καθημερινότητά του έχει μετατραπεί σε κόλαση, επικοινωνεί με τον δυναμικό δικηγόρο Watson Bryant (Sam Rockwell) προκειμένου να τον βοηθήσει να αποδείξει την αθωότητά του. Ο Bryant πρέπει να αντιμετωπίσει όχι μόνο το επίμονο FBI και τον Τύπο, αλλά και την ίδια την πίστη και την αθώα υποταγή του Jewell στις αρχές.

Στον οπτικό και καλλιτεχνικό τομέα η ταινία είναι άρτια, όπως όλες οι ταινίες που έχει σκηνοθετήσει ο Clink Eastwood. Τα πλάνα είναι ξεκάθαρα και λιτά, και τα αποσπάσματα από πραγματικά δελτία ειδήσεων της εποχής ενσωματώνονται με φυσικότητα στη ροή της εικόνας. Οι ερμηνείες είναι εξαιρετικές, με όλους τους ηθοποιούς να δίνουν ρεσιτάλ. Ο Sam Rockwell, για άλλη μια φορά ξεχωρίζει σε ρόλο που δεν τον έχουμε συνηθίσει, παίζοντας τον ενεργητικό δικηγόρο που αναλαμβάνει να υπερασπιστεί τον Richard Jewell. Η Kathy Bates, ως συνήθως, μας παραδίδει μια σχεδόν τέλεια ερμηνεία ως Bobi Jewell και ο αγαπημένος Jon Hamm προσπαθεί απεγνωσμένα να μας κάνει να τον μισήσουμε ως πράκτορα του FBI που δεν κάνει σωστά τη δουλειά του. Σίγουρα από όλo το cast όμως ξεχωρίζει ο Paul Walter Hauser, ο οποίος μεταμορφώνεται πλήρως στον χαρακτήρα του τίτλου, χωρίς ποτέ να μπορείς να τον διαχωρίσεις από αυτόν.

Διάβασε τη συνέχεια ΕΔΩ

18 Ιαν 2020

Όλα όσα γνωρίζουμε για τη φρίκη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου προέρχονται από τα γράμματα των στρατιωτών και τις ιστορίες των ανθρώπων που έζησαν για να τις διηγηθούν. Ανάμεσα σ’ εκείνους ήταν και ο υποδεκανέας τότε Άλφρεντ Μέντες, παππούς του οσκαρικού σκηνοθέτη Σαμ («American Beauty», «Skyfall») ο οποίος υπηρέτησε ως αγγελιαφόρος. Οι ιστορίες που αφηγούνταν χαράχτηκαν στο μυαλό του νεαρού Μέντες, ο οποίος χρησιμοποίησε συστατικά τους για να συνυπογράψει με την Κρίστι Γουίλσον-Κερνς το σενάριο του αφιερωμένου στον πρόγονό του «1917», που απέσπασε Χρυσή Σφαίρα καλύτερου δράματος και σκηνοθεσίας.

Πρωταγωνιστές δύο νεαροί Βρετανοί στρατιώτες (Τζορτ ΜακΚέι, Ντιν-Τσαρλς Τσάπμαν), στους οποίους ανατίθεται μια φαινομενικά αδύνατη αποστολή: να διαπεράσουν τις γραμμές του εχθρού ώστε να παραδώσουν στους συμπατριώτες τους ένα γράμμα, το οποίο θα σώσει τη ζωή εκατοντάδων στρατιωτών, μεταξύ των οποίων και του αδερφού ενός εκ των δυο τους. Εκείνοι θα ξεκινήσουν αμέσως αποφασισμένοι να πετύχουν το ακατόρθωτο.

Διαβάστε την υπόλοιπη κριτική ΕΔΩ!

Διάβασα σχεδόν όλες τις διαθέσιμες κριτικές! Επική ταινία σε ότι αφορά τα πάντα! Καμία κριτική όμως για το νόημα της ταινίας!Το πιάσατε;

30 Δεκ 2019

Δεν είναι πολλά χρόνια πριν, όταν κατά την διάρκεια μιας σπέσιαλ κινηματογραφικής πρεμιέρας, έπεσα πρόσωπο με πρόσωπο με διάσημο μιντιάρχη, να κάθεται λίγες θέσεις μακρύτερα από εμένα, στα διακεκριμένα της αιθούσης. Σιγά το πράγμα θα μου πεις, λες και είδες τον John Lennon. Σωστά, λες. Εκείνο που μου έκαμε όμως μια κάποια εντύπωση, ήταν πως σιμά στον αρκετά ευτραφή, ηλικιωμένο κυριούλη, ευρισκόταν ανγκαζέ, κορασίδα κατάξανθη και λαμπερή, με μπόι δίμετρο, βοήθειας άλλωστε των δεκαπέντε και πλέον πόντων που της έδιδαν οι στιλετένιοι τάκοι της γοβός της. Και? Τι έγινε πάλι, θα απορήσεις? Επίσης τίποτα, άξιο λόγου δηλαδή. Εκτός του γεγονότος πως η κοπελιά, 20 - 25 Μαιών το μάξιμουμ ηλικίας, μπορεί να είναι ευειδής και χωστή, όταν όμως δεν καταφέρνει να βάλει ούτε τέσσερις λέξεις σε μια σειρά, αγνοεί τους στοιχειώδες κανόνες του συντακτικού, κοινώς δεν μπορεί ούτε καν να μιλήσει, πως είναι δυνατόν να κρατά ολόδικη της, τρίωρη, πρωινή τηλεοπτική εκπομπή σε κανάλι (ιδιοκτησίας του σιμά της) υψηλής θεαματικότητας? Έλα μου ντε! Γι αυτό τις τρεις, πέντε, δεκαπέντε το πολύ πασιονάριες που δημοσιοποίησαν τα καμώματα του αφεντικού τους, τις κάναμε ολόκληρη ταινία...

Έχοντας διανύσει καριέρα ετών στα πλατώ του τηλεοπτικού κολοσσού της Fox, η φημισμένη παρουσιάστρια Γκρέτσεν Κάρλσον θα πάρει την άγουσα για το ταμείο ανεργίας, γεγονός που θα την θορυβήσει σε τέτοιο βαθμό, ώστε να εκκινήσει εκδικητικό αγώνα, ενάντια στον CEO του καναλιού Ρότζερ Έιλς, δηλώνοντας δημόσια την σεξουαλική παρενόχληση που δέχθηκε από τον ίδιο στα πρώτα της βήματα. Παρότι θα περίμενε υποστήριξη από τις, πάμπολλες όπως εκτιμά, ομοιοπαθούσες της, εντούτοις καμία δεν θα μπει στον κόπο να προσβάλλει το αφεντικό της, ακόμη κι αν εκείνο δεν τους είχε συμπεριφερθεί με τον πρέποντα σεβασμό.

Αντιλαμβανόμενη τον αγώνα που δίνει η πρώην συνάδελφός της στον δίαυλο, η σούπερ σταρ της ενημέρωσης Μέγκαν Κέλλυ, θα καταλάβει πως έχει έρθει η στιγμή να ξεσκεπαστεί η δόλια συμπεριφορά του μπος. Πόσο μάλλον όταν θα καταλάβει πως δεν υπάρχει μία, μία στην κυριολεξία, από τις κατάξανθες ρεπόρτερ που περιφέρονται σε οποιοδήποτε πόστο, στο μέγαρο του καναλιού, που να μην έχει δεχθεί τις ερωτικές θωπείες του ανήθικου γεράκου. Με τελευταία την νεοπροσληφθείσα Κάιλα Πόσπιζιλ, που νιώθοντας ντροπή για όσα υπέστη, δίνει μέσα της έναν ηθικό αγώνα, για το αν πρέπει κι εκείνη να συμπράξει, δημοσιοποιώντας τις ενέργειες του σεβάσμιου και έχοντα την απόλυτη στήριξη του μεγάλου μπος Ρούπερτ Μέρντοχ, Κυρίου Έιλς.

Η χρονιά είναι το 2016 και η Αμερική βρίσκεται ήδη σε προεκλογικό αγώνα ανάδειξης του Προέδρου της. Με τον πολύ Ντόναλντ Τραμπ να ξεκινά από θέση αουτσάιντερ την κούρσα, έχοντας αποσπάσει το χρίσμα των ρεπουμπλικάνων, ενάντια στην Χίλαρυ, χάρη στο δεκανίκι τηλεοπτικών σταθμών που παρακολουθεί εκατομμύρια κόσμου, όμως, όπως το κυρίαρχο Fox που τον στηρίζει αμέριστα, ανεβαίνει διαρκώς σε ποσοστά επί καθημερινής βάσης. Γεγονός που δεν αρέσει και πολύ στην νούμερο ένα άνκορ γούμαν (θεάρα στην όψη, αλλά και μαμά τριών ανηλίκων παιδιών) Κέλλυ, με αποτέλεσμα να εντοπίσει την βασική αφορμή για να έλθει σε ρήξη με τον σταθμό που την ανέδειξε.

Σινεφίλ δες την υπόλοιπη μέτρια κριτική ΕΔΩ!

25 Δεκ 2019

Μικροπαντρεμένη, με έναν άντρα που ποτέ της δεν αγάπησε και που την έχει εγκαταλείψει εδώ και καιρό φεύγοντας στην ασφάλεια της Αθήνας, η Ευτυχία, θα αφήσει πίσω της την λατρεμένη της γενέτειρα Μικρασία, που έχει τυλιχτεί στις φλόγες, έχοντας στην αγκαλιά της δυο ανήλικες θυγατέρες. Η εγκατάσταση της στην Ελλάδα, από πολύ νωρίς θα χτυπήσει μέσα της το σήμαντρο της ανατροπής, καθώς γρήγορα θα εγκαταλείψει τον βαρετό και συντηρητικό συμβίο της για να ακολουθήσει την τύχη της στα θεατρικά μπουλούκια που περιδιάβαιναν από άκρου εις άκρο την Ελλάδα.

Πνεύμα ανήσυχο και αχαλίνωτο, θα προτιμήσει να διαμείνει με την μάνα της και το ένα της παιδί, στις φτωχικές συνοικίες της πρωτεύουσας, αντί για τα λαμπερά διαμερίσματα, μαζί με το καλλιτεχνικό σαράκι που την καταέτρωγε αναζητώντας την ιδανική διέξοδο, ένα άλλο μικρόβιο θα εισβάλλει από νωρίς στην ζωής της, ο τζόγος. Ακόμη κι ένα φτηνό μεροκάματο ως περιεφερειακού ρόλου ηθοποιός στον θίασο της Κοτοπούλη, θα εξανεμιστεί μονομιάς στα παράνομα καρέ της τράπουλας, μην αφήνοντας της δεκάρα τσακιστή στην τσέπη για να φροντίσει την φαμίλια της. Η αιφνιδιαστική είσοδος στην ζωή της, του χωροφύλακα, αλλά και πολυδιαβασμένου, Γιώργη Παπαγιαννόπουλου, που θα την λατρέψει σαν θεά ως το δεύτερο στεφάνι της, δεν θα αλλάξει σε σημαντικό βαθμό τις συνήθειες και τα πάθη, θα της ανοίξει όμως έναν καινούργιο δρόμο έκφρασης, όσο και βιοπορισμού, την συγγραφή στίχων, λαϊκών τραγουδιών.

Που σε ένα εύρος (ας την πούμε, αφού η ίδια προφανώς ποτέ δεν την είδε έτσι) καριέρας τριάντα ετών, ακόμη κι αν το μεγαλύτερο κομμάτι των λέξεων της πουλήθηκε από την ίδια μπιρ παρά, για δυο δεκάρες που θα της άνοιγαν ξανά την πόρτα της μπαρμπουτιέρας, με συνέπεια το όνομα της να μην αναγράφεται καν στους συντελεστές, μιλάμε για δεκάδες σπουδαίων ασμάτων που έχουν καταγραφεί με γράμματα χρυσά στο λίμπρο ντόρο της εγχώριας δισκογραφίας. Λόγια που δόθηκαν προς μελοποίηση στους πιο σημαντικούς μαέστρους της εποχής, από τον Χιώτη και τον Καλδάρα, μέχρι τον Τσιτσάνη και τον ακριβοθώρητο Χατζηδάκι. Αυτός ο τελευταίος είναι της κουλτούρας, συλλογίστηκε για λίγα δευτερόλεπτα, πριν αποφασίσει χωρίς δισταγμό να ρίξει κάτω από την πόρτα του, σύμφωνα με τον θρύλο, το τσαλακωμένο χαρτί με το Είμαι αητός χωρίς φτερά, κάπου στα 1962.

Η αλήθεια είναι πως δεν υπάρχουν και πολλές περιπτώσεις φιλμς που βασίζονται στον βίο σημαντικών προσωπικοτήτων των τεχνών του τόπου μας, αν εξαιρέσουμε ίσως τις προσπάθειες του Σμαραγδή, που έχουν αφήσει ανάμεικτα συναισθήματα στο σινεφίλ κοινό. Και ακόμη περισσότερο δεν υπάρχουν ταινίες που να αφορούν προσωπικότητες, τεράστιες μεν, μα όχι και τόσο ικανές (απούσης της παράδοσης, κάτι για το οποίο είμαστε όλοι φταίχτες) να συγκινήσουν τα πιο ενεργά, νεανικά κοινά, που θα τρέξουν χωρίς σκέψη στην αίθουσα, για να τις παρακολουθήσουν. Μια τέτοια είναι και η αφιερωματική αναφορά στην ζωή της Ευτυχίας, μιας γυναίκας που κυριολεκτικά διαπέρασε με την ύπαρξη της ετούτο τον κόσμο, ακριβώς όπως κέφαρε εκείνη. Και σε περιόδους μάλιστα που το δόγμα του καθωσπρεπισμού για το ωραίο, μα και υποβαθμισμένο τότες, φύλο, ίσχυε κατά απόλυτο βαθμό!

Η Ευτυχία, κουβαλώντας πάνω της την βούρλα από το Αιδίνι, ποτέ της δεν μπήκε σε κάποιο καλούπι, ούτε ακολούθησε ποτέ τις κοινωνικές νόρμες. Μια ζωντοχήρα, με δυο κουτσούβελα, εκκεντρική και νυχτόβια, δασκάλα κατ επάγγελμα, χαρτοπαίκτρα στην ουσία, με έμπιστο κολλητό στο πλευρό της έναν κραγμένο από όλο τον Βοτανικό γκέι, που μπροστά στην θωριά της ουδείς όμως τον παρενοχλούσε, απροσάρμοστη και εγωκεντρική, που εντελώς αναπάντεχα θα αποφασίσει συμβιώσει με έναν άνθρωπο που το επάγγελμα του - μπάτσος - ούτε καν ταιριάζει με την ψυχοσύνθεση της. Με την στάση της δηλαδή, εκπλήσσει ακόμη και τον ίδιο της τον εαυτό...

Τις πιο σημαντικές πινελιές της διαδρομής της Παπαγιαννοπούλου, μάζεψε σε σενάριο η Κατερίνα Μπέη, ο ξεριζωμός, δηλαδή, ο χωρισμός, η νέα παντρειά, ο εθισμός στο πόκερ, οι πολλοί θάνατοι στο κοντινό της περιβάλλον. Απώλειες που αποτέλεσαν τον βατήρα να συγγράψει τα πιο σπουδαία στιχουργικά της κατορθώματα, πάνω στο πλακέ κουτί του καπνού της, συνήθειας που την χαρακτήρισε, αφού πάντοτε ανάμεσα στα δάκτυλά της είχε ένα αναμμένο τσιγάρο. Του βαρύ νταλκά. Ποια μοίρα με ζηλεύει, πιο μάτι φθονερό...

Με γέφυρα μεταξύ των κλιπς που ακολουθούν την γραμμική χρονική παρουσίαση, μια κοινωνική εκδήλωση προς τιμήν της, ηλικιωμένη πια και ελάχιστο καιρό πριν αφήσει την τελευταία της πνοή, η αφήγηση χωρίζεται σε δύο ισομήκη μέρη, αυτό της νιότης και αυτό της εμπειρίας της στιχουργού. Που σε ότι αφορά στην προσωπικότητα ή τα θέλω της δεν μεταλλάσσει ούτε πόντο όσα αναφέρονται σε εκείνη, ούτε καν στα ερμηνευτικά πρόσωπα που την περιβάλλουν, που απλώς παρουσιάζονται ελαφρώς γηραιότερα. Μεταβάλλει όμως η μόστρα της ίδιας της Ευτυχίας, καθώς άλλη ηθοποιός την αποδίδει ίσαμε τα σαράντα και άλλη καθώς έχει ξεπεράσει τα εξήντα έτη ζωής.

Και αυτό είναι το πιο ενδιαφέρον στοιχείο του biopic που υπογράφει ο Άγγελος Φραντζής, ένα από τα πλέον ταλαντούχα δημιουργικά ονόματα στον χώρο της ελληνικής κινηματογράφίας, με σκηνοθετικό παρελθόν, το λιγότερο αξιόλογο και αξιομνημόνευτο. Δυο καλλιτέχνιδες, διαφορετικής φυσικά ηλικίας, που επιδίδονται σε ένα υποκριτικό πινγκ πονγκ τεράστιων ικανοτήτων, σε τέτοιο σημείο που να μην είναι εύκολα διακριτό από κανέναν να διαχωρίσει το ποια τον καθήλωσε με την απόδοση της στο εκράν περισσότερο. Η Κάτια Γκουλιώνη, που φιλμικά βαδίζει τόσο προσεχτικά τα τελευταία χρόνια και ορίζει την Ευτυχία από την ημέρα που είπε αντίο στα πάτρια εδάφη, μέχρι την στιγμή που απόλεσε την λατρεμένη της μητέρα, καταλήγοντας σε ένα κρεσέντο σπαραγμού που είναι βέβαιο πως θα δακρύσει ακόμη και τον πιο σκληρόπετσο της πλατείας? Ή η μπαρουτοκαπνισμένη Καρυοφυλλιά Καραμπέτη, που ζωγραφίζει την σιτεμένη κοψιά της Παπαγιαννοπούλου, την πιο γνώριμη, ίσως, μέσα από τα ντοκουμέντα της εποχής και πραγματικά σολάρει με την επιδεξιότητα της στην έκφραση, στις στιγμές που ο πόνος της έχει κατακερματίσει την ψυχή? Αρνούμαι να μπω σε αυτή την διαδικασία επιλογής. Εκτιμώ πως το εύρημα του ντιρέκτορα - ή όποιου τέλος πάντων το σκαρφίστηκε - είναι μοναδικό. Δεν γίνεται να σκεφτώ πλέον το έργο με πιο πρόσθετα γηρασμένη την πρώτη ή πιο έντεχνα νεωτερισμένη την δεύτερη. Αλληλουχία δράσης, πάνω στο ίδιο πρόσωπο, ακόμη κι αν συνυπάρχουν στο πανί μόνο για ελάχιστα δευτερόλεπτα, που χρειάζεται πολύ κόπο, δυνατότητες και μέθοδο για να μην καταλήξει σε φάουλ.

Έξοχο βαθμό καταφέρνουν να αποσπάσουν και οι συνεργάτες του Φραντζή, στο κομμάτι της καλλιτεχνικής διεύθυνσης, πρωτίστως στο μέικ απ, τις κομμώσεις, τα ενδύματα και ακολούθως στο πιο δύσκολο κομμάτι της εύρεσης των εξωτερικών χώρων που θα αποτελέσουν τα φυσικά σκηνικά της δράσης. Μιας και η πρωτεύουσα πια απαιτεί πολύ ψάξιμο για να βρεθούν οι γωνιές οι αναλλοίωτες από τις περασμένες δεκαετίες, εντούτοις παρότι το τσέκαρα με επιμονή στα φόντα, να το βρω το λάθος, εκείνο δεν υπήρξε ποτέ. Ο σκηνοθέτης αποδείχθηκε πάρα πολύ μελετημένος στο τι θα έπρεπε να αποφύγει αναπλάθωντας μια (όχι και τόσο κοντινή στο σήμερα) παρελθοντική περίοδο, δρόμους, αμάξια, αφίσες στους τοίχους, κτίρια νεοκλασικά, ρετρό παρένθετα στοιχεία. Όσο για την φτωχογειτονιά που επέλεξε για να στήσει το μεγαλύτερο μέρος της εξωτερικής του δράσης, του βγάζω το καπέλο. Αθήνα του 40 με τα όλα της.

Αυτό ίσως που δεν μου κάθισε και πολύ καλά, στο μουσικό κατά κύριο λόγο χαλί, σύνδεσης των σεκάνς, είναι μια υπέρμετρη δόση έντεχνου κιτς των τραγουδιστών που απέδιδαν τις γνωστότερες επιτυχίες της Ευτυχίας. Αταίριαστο με το σύνολο το στήσιμο των αοιδών της πίστας, όπως και όχι απόλυτα φρέσκο το ριγιούνιον, εν είδει στην "Υγειά μας ρε παιδιά". Θα προτιμούσα η Ευτυχία να έμενε με τις σκέψεις και τα παροράματα της, χωρίς να φαίνεται το πάλκο (όπως συνέβη στο Ένα Όνειρο Τρελό φερειπείν) ή οι τιτάνες συνθέτες σιμά της, σε καμία περίπτωση, δε, ο κονφερασιέ Δεληβοριάς που δεν κολλάει πουθενά. Σε γενικές γραμμές είναι πολύ θελκτικό που οι συν αυτής του σεναρίου αποδίδονται από πρόσωπα γνώριμα σε όλους. Ο Μάνος δηλαδή να μοιάζει του Λουδάρου, ο Χιώτης του Κρατερού ή η Βλαχοπούλου της Ματθίλδης. Η μίμηση των χαρακτηριστικών εκφράσεων τους δεν πέτυχε κάποια σπουδαία διάνα, αλλά τουλάχιστον προσπαθήθηκε κι αυτό είναι αρκετό. Όσο για τον πιο άσχημο Έλληνα ποτέ, τον κωμικό Φραγκίσκο Μανέλη - γαμπρός της Ευτυχίας, καθώς παντρεύτηκε την μεγάλη της κόρη - ούτε καν! Ήθελε λίγο πιο προσοχή εδώ το πράγμα...

Σε αντίθεση με την ορθότατη επιλογή ηθοποιών για να ενσαρκώσουν τα πιο βασικά πρόσωπα της ιστορίας, όπως του σπουδαίας καλλιτεχνικής πάστας Δαδακαρίδη, ως συμβίου Γιωργάκη, της καταπληκτικής Ντίνας Μιχαηλίδου ως μάνας Μαριόγκας και εννοείται του αποκαλυπτικού Θάνου Τοκάκη, που ανά στιγμές όχι μόνο ορίζει τον φάνι πάρτνερ της ηρωίδας, ως ο επιστήθιος ομοφυλόφιλος κολλητός Λουκάς, αλλά ενίοτε κλέβει και την παράσταση από τις κεντρικές πρωταγωνίστριες. Δίνοντας στην ακραία συγκινητική τροπή, πολλές φορές την δόση χιούμορ που θα ζητούσε το δράμα για να μην βαρύνει ανεπανόρθωτα.

Διάβασε την υπόλοιπη κριτική ΕΔΩ!

Η υπόθεση: Ενώ ο Β' Παγκόσμιος Πόλεμος μαίνονταν... παγκοσμίως, οι ΗΠΑ επέλεγαν την τακτική της ουδετερότητας. Η χώρα μόλις είχε αρχίσει να ορθοποδεί μετά την οικονομική κρίση της δεκαετίας του '30 και τίποτα δεν παρέπεμπε σε υπερδύναμη. Οι ηγέτες της δεν ήθελαν να εμπλακούν με κάτι που θα κόστιζε σε χρήμα και σε ανθρώπινο δυναμικό. Όταν όμως οι Ιάπωνες – που καθησύχαζαν τους Αμερικάνους, ότι δεν είχαν επιθετικές βλέψεις απέναντί τους – βομβάρδισαν το Περλ Χάρμπορ στις 7 Δεκεμβρίου του 1941, «ξύπνησαν» τον κοιμισμένο γίγαντα. Οι Αμερικάνοι, πληγωμένοι και με στραπατσαρισμένο ηθικό, αντέδρασαν και μπήκαν βιαίως στον πόλεμο. Ο ναύαρχος Τσέστερ Νίμιτς ορίζεται αρχιστράτηγος στην επικράτεια του Ειρηνικού Ωκεανού μετά τα γεγονότα στο Περλ Χάρμπορ κι αυτό αλλάζει τα δεδομένα.

Ο Έντουιν Λέιτον είναι βοηθός διοικητή στο αμερικάνικο ναυτικό. Η δουλειά του είναι διερμηνέας απόρρητων πληροφοριών για στρατιωτική στρατηγική. Δουλεύει σε στενή συνεργασία με το ναύαρχο Νίμιτς και με μια ομάδα λαμπρών αποκωδικοποιητών. Με τις πληροφορίες που κατορθώνει να συλλέξει η ομάδα του, πιστεύει πως οι Ιάπωνες ετοιμάζουν κάτι πολύ μεγάλο στο Μίντγουεϊ. Πολλοί είναι εκείνοι που δεν πείθονται. Εκτός από τον Νίμιτς. Το που θα γείρει πλέον η πλάστιγγα του πολέμου επαφίεται στον πατριωτισμό και τις ικανότητες μιας ομάδας αεροπόρων τοποθετημένων σε ελάχιστα αμερικάνικα αεροπλανοφόρα...

Η άποψή μας: Η αλήθεια είναι πως κάποιους σκηνοθέτες τους υποτιμούμε εμείς οι κριτικοί. Εσκεμμένα. Ηθελημένα. Καθότι οτιδήποτε εμπορικό δεν μπορεί να είναι και καλό. Είμαστε μυστήρια ράτσα, μην την ψάχνεις. Μόλις δούμε ταινία να κόβει εισιτήρια βγάζουμε φλύκταινες. Αν από την άλλη κανά πουλέν μας του καλλιτεχνικού κάνει γκελ στον πολύ τον κοσμάκη, παίρνουμε αποστάσεις. Γενικώς «με λένε Ρίζο κι όπως θέλω τα γυρίζω». Είναι πολύ συχνό το φαινόμενο να χρησιμοποιούμε τον κόσμο κατά το δοκούν. Πάνε και βλέπουν μαζικά ταινία που δεν μας αρέσει; «Δεν υπάρχει κινηματογραφική παιδεία κυρία μου». Πάνε και βλέπουν ταινία μαζικά ταινία που μας αρέσει; «Έχει αισθητήριο ο κόσμος και ξέρει να ξεχωρίζει το καλό το πράμα». Τέτοια. Πάντως, τους πετυχημένους του Χόλιγουντ, που δεν φλερτάρουν με το καλλιτεχνικό, τους έχουμε λίγο του πεταματού.

Όπως τούτον εδώ τον Γερμαναρά. «Roland Emmerich» και «καλή ταινία» δεν μπορούν να συνυπάρξουν στην ίδια πρόταση (ε, εκτός από αυτήν, μουάχαχαχαχαχαχα). Νόμος! Εννοείται ότι βοηθάει πολύ και ο ίδιος στην πλειοψηφία των ταινιών που αναλαμβάνει. Που ως επί τω πλείστον είναι ταινίες γεμάτες εφέ, υπερθεαματικές τσιχλόφουσκες για τα μάτια, που βάζουν το μυαλό του θεατή σε θέση pause. Θέαμα για το θέαμα ρε παιδί μου! Αλλά το... δηλητήριό του, καλά το σταλάζει: εξωγήινοι κάνουν σκόνη και θρύψαλα τον Λευκό Οίκο στην «Ημέρα ανεξαρτησίας». Στο «Λευκός Οίκος: Η πτώση» και πάλι η προεδρική κατοικία των ΗΠΑ γίνεται σμπαράλια. Μια εμμονή να διαλυθεί ο Λευκός Οίκος την έχει ο δικός μας! Κυρίως, όμως, η πιο πολιτική του δήλωση είναι εκείνη που κάνει στο φινάλε του «Μετά την επόμενη μέρα» όπου Αμερικάνοι πολίτες περνάνε από τα σύνορα στο Μεξικό, για να γλυτώσουν από την παγωνιά - λόγω της κλιματικής αλλαγής - της πατρίδας τους! Άτσα! Αμ πως.

Το παλεύει πάντως, να τα λέμε κι αυτά. Και σε τούτη την ταινία πιάνει μεγάλη επίδοση. Γιατί να το κρύψομεν άλλωστε; Γιατί να μας πιάνουν κομπλεξισμοί; Εντάξει, έναν υπερ-ηρωισμό, τον διαθέτει η ταινία. Αν και κρατάει πισινές ο Emmerich. Δείτε πχ τι συμβαίνει με τον νεαρό που δεν θέλει να παλέψει και πείθεται με τα χίλια ζόρια από τον πρωταγωνιστή μας να το κάνει. Ναι, τέτοια. Επίσης, δεν είναι λίγο να κάνει και την τόσο γλυκιά κινηματογραφόφιλη σφήνα του. Ναι, ο John Ford κλήθηκε από τον Έντουιν Λέιτον να πάει στο Μίντγουεϊ και να κινηματογραφήσει σκηνές από τη ναυμαχία! Είναι αληθινό γεγονός αυτό! Και ο Emmerich το κινηματογραφεί με τον δέοντα σεβασμό. Εννοείται ότι συναισθηματικά το σενάριό του είναι παλιομοδίτικα προκάτ. Οι μόνες γυναικείες παρουσίες στην ταινία είναι υποδειγματικές σύζυγοι: η μία του πρωτοπαλίκαρου που λέγαμε, του Ντικ Μπεστ (τον υποδύεται ο ανερχόμενος Ed Skrein) και η άλλη του πωρωμένου να μην επαναληφθεί η αμέλεια του Περλ Χάρμπορ, Έντουιν Λέιτον (τον υποδύεται ο σταθερά καλός Patrick Wilson).

Από εκεί και πέρα, η ταινία ξετυλίγεται σε «επεισόδια». Κάποια μάλιστα από τα subplots εμ δεν προσφέρουν κάτι παραπάνω στην ταινία, εμ δεν οδηγούν και πουθενά – φαίνεται μόνον πως τρώνε χρόνο. Πχ, η όλη φάση με τον σμηναγό Ντούλιντλ (τον υποδύεται ο Aaron Eckhart), που με το σμήνος του βομβάρδισαν το Τόκιο και έπεσαν στην Κίνα για να τραβήξουν εκεί τη δική τους περιπέτεια, λίγα προσφέρει στην οικονομία της ταινίας, ξεχειλίζοντάς την κατάτι. Αλλά όσο οι διαλογικές σκηνές είναι λίγο πονεμένη ιστορία – απαραίτητες όμως, καθώς πέρα όλων των άλλων, o Emmerich στοχεύει εδώ στην όσο το δυνατόν πιστότερη καταγραφή των συμβάντων – τόσο οι σκηνές μάχης είναι εντυπωσιακότατες!

Διάβασε την υπόλοιπη κριτική ΕΔΩ!
Ardan Stories | Designed by Oddthemes | Distributed by Gooyaabi